Τρεις ήμασταν κι αν ήταν άλλοι, θα κρύβονταν. Και το πηγαίναμε τάχιστα όπως μου είπες, που έλεγε ο νόμος του υπουργού, να είναι ανεβασμένοι τόσοι κόμβοι (πόσοι; Δέκα!) να κάνουμε δέκα ναυτικά μίλια την ώρα, να το νιώθουμε το τρέμουλο στις πατούσες, να μην τις βλέπουμε τις στροφές που χαράζονται, αλλά να τις ακολουθεί το σώμα σα δεμένη κλωστή απάνω στην καμπύλη τους. Έτσι τις πηγαίναμε. Ειδικά εκείνη την 180ο λίγο πριν το χάνι του Καμπόλη, γύρισα και είδα την άκρη και ζαλίστηκα, αλλά δεν έπρεπε. Ούτε την άκρη να βλέπω, ούτε να ζαλιστώ, μπόσικα δεν υπήρχαν, μόνο ο δρόμος να ανέβει, να συναντήσουμε το SS Ιεριχώς, να σταυρωθούμε, να χαιρετισθούμε, κι όποιος αντέξει, να καβαλήσει απέναντι με ένα σάλτο, αν θέλει να αλλάξει το βράδυ σώβρακο πίσω. Αλλιώς σε μια βδομάδα πάλι θα το απαντούσαμε κοντά στη Ζωοδόχο Πηγή, και πριν το Φράγμα του Μόρνου, έτσι έλεγε ο Χάρτης, κοντά στο πατρικό της μάνας μου, εκείνη την καλύβα που κρατούσαν προς τα κάτω να ξεχειμωνιάζουν στα χειμαδιά πριν την Κατοχή, να μην τους αρπάζει ο χειμώνας, δέκα νοματαίοι, παιδιά σκυλιά, κι ογδόντα γίδια. Μόλις θα αγγίζαμε στα ίσαλα και ξεκινούσε εκείνος ο εκκωφαντικός ήχος απ’ την τριβή, θα έπαιρνες φόρα και θα εκτοξευόσουνα. Μετρημένα δώδεκα δευτερόλεπτα, ήταν, το είχα λογαριάσει, δεν ήταν άχρηστη η Φυσική. Ένα απλό πρόβλημα Α’ Λυκείου ήταν, ένα πρόβλημα συνάντησης. Επειδή κι οι δυο με την ίδια ταχύτητα, και μεις και το SS Ιεριχώς, αν στεκόσουν στην πλώρη, είχες χρόνο περίπου ως το μισό μας μήκος να περάσει… Μισό μήκος όχι ολόκληρο σου είπα, γιατί κινιόμασταν κι εμείς όπως κι αυτοί, αλλά με αντίθετη ταχύτητα, ήθελε και το μισό χρόνο για να διανυθεί… Άρα 10 κόμβοι την ώρα, μας έβγαζε περίπου 5 μέτρα το δευτερόλεπτο, για να διανύσουμε τα εξήντα, που είναι το μισό μας μήκος, θέλουμε 12 δευτερόλεπτα… αλλά ίσως το προφταίναμε και τώρα! Από κάτω, το νερό αιχμηρό, αλλά επίπεδο (πως γινόταν;) εκμαυλιστικό. – Και γιατί να φοβάσαι το γκρεμό στις στροφές; είπα του Παναγιώτη. – Νερό και στη ρότα μας, νερό κι από κάτω…. και θυμήθηκα εκείνη την αίσθηση που έχουμε πριν πέσουμε βουτιά από το βατήρα, που είναι σαν να έχει ανέβει όλος ο βυθός απάνω, δυό δάχτυλα πριν την επιφάνεια, και σου την έχει στημένη να τσακιστείς… έτσι ακριβώς ήτανε με το νερό από κάτω, για αυτό σου λέω δεν ήταν να κοιτάς, ούτε να προβληματίζεσαι πως λειτουργεί όλο αυτό. Κάποιος το είχε κανονίσει. Ήταν ο Λευτέρης, και κάποιος τον έβαλε τιμονιέρη; Ήταν κάποιος κρυμμένος τιμονιέρης, κάπου μες στον κορμό του πλοίου και δεν τον είχαμε δει ποτέ; Ήταν η Τίνκερμπελ, που ξεπρόβαλε εκεί στις προβλήτες, όπου τάχα σταματάγαμε και «κατεβαίναμε» για κατούρημα, κι άνοιγε εκείνο το λευκό δωμάτιο, με τις σαγρέ ράμπες και τις λάμπες πυράκτωσης; Και πώς με μια στιγμή που κοίταζε το τιμόνι, το πήγαινε τέσσερις μέρες, μια τόση δα νεράιδα, ολόκληρο μεταγωγό; Μυστήριο ήταν (άλλο ένα μυστήριο). Μυστήρια πολλά εν πάση περιπτώσει… αλλά όταν στεκόσουν και κατάπινες τον αέρα στη γέφυρα, ποιος τους έδινε σημασία; Ήταν αυτή η γεύση του, πυκνό μέλι με ρίγανες, φασκόμηλα, μαντζουράνες, χοντρό αλάτι, ιώδιο και στυφό μελάνι απ’ τις σουπιές… Μετά τις τρεις νύχτες έλεγα να πεθάνω μέσα σ’ αυτές τις μυρουδιές, αυτός είναι ο παράδεισος… μετά όσο κι αν το συνήθισα, αρκεί λίγο να ξεχαστώ, και νάτο πάλι εκεί στα ρουθούνια και στη γλώσσα, το ακατάπαυστο τσιμπούσι, σα να σου ηλεκτρίζει το μυαλό… Σκέπτομαι, όμως αυτό είμαστε, αυτό είναι ο άνθρωπος. Οι μυρωδιές του και οι γεύσεις του, τα χάδια του κι οι αγκαλιές του, τα κορμιά που ακούμπησε και απόλαυσε με όλες του τις αισθήσεις… όχι μόνο κορμιά ερωτικά, αλλά και των γονιών του, των αδελφών του και των φίλων του. Πως το θυμάμαι το κορμί του πατέρα μου παλιά, που άνθιζε σαν ξερό ξύλο μετά τις βροχές, με πείσμα προς τα πάνω, και ίσιωνε, και φούσκωνε, γεμάτος φλέβες, και μπράτσα και ορμή . Πως τον θυμάμαι στη δουλειά απάνω, να ιδρώνει, περήφανα την κάθε κίνηση. Γερνώντας σταφίδιασε τον πέτυχε κι η αρρώστια, μαράζωσε, όμως προς τα στερνά, δεν ήξερα να πω, ήταν τα γεράματα, ή το κακό το φίδι, μια εικόνα τους που έβλεπα τσαλακωμένη, στερημένη από το όλον, έπειτα ακόμη πιο στερημένη, κι από κινήσεις, κι από αγγίγματα, μόνο η φωνή που κράτησε τον ίσιο της, κι εκείνο το σφύριγμα που άφησε πριν καταλήξει. Αλλά την άλλη μέρα που ξύπνησα, δεν ήταν που μου έλλειπε εκείνος, το κορμί του με έλλειπε, μια συλλογή ύλης, που έπιανε έναν όγκο, μίλαγε έναν ήχο και διαθλούσε έτσι το φως στις κόρες του. Όλα αυτά όπως τον έβλεπα (κι όπως μου παρουσιαζόταν, έτσι τα περιγράφω) αυτό ζούσα ως πατέρα μου, την πρόσληψή του, από το βαθύ εαυτό μου, πιο βαθύ δε γίνεται, γιατί μας πήγαινε πίσω πολύ στις πρώτες πρώτες μέρες. Εκεί που δεν μπορείς να σταθείς, κι ο άλλος σε σηκώνει πιο πάνω κι απ’ το σβέρκο του. Εκεί που δεν μπορείς να ταϊστείς, κι έρχεται η τροφή στο στόμα. Εκεί που πρέπει να καθαριστείς, και είναι αυτονόητο, πως θα καθαριστείς, θα πλυθείς, θα σε περάσουν ταλκ, και θα σε τακτοποιήσουν στις πάνες σου, στο κρεβατάκι σου, στην κούνια σου. Πες κάτι από τον κόσμο σου, που να μη φτιάχτηκε απ’ τους γονείς σου, και να μην τοποθετήθηκε γύρω σου, ακριβώς για να υπάρχεις, απόλυτα για να υπάρχεις και μόνο. Αυτό είναι το σύμπαν μας (αυτό και η φυλακή μας) Οι αισθήσεις φτιάχνουν τον κόσμο μας.
– Ορίστε γιατί θα παλαβώσω, λέει ο Παναγιώτης. Είναι κόσμος αυτός που μας έφτιαξαν οι αισθήσεις μας;
- Μια χαρά είναι φίλε προς το παρόν, απαντάω… αρκεί να μην τσακιστούμε στο νερό από κάτω…
Δεν πολυβλεπόμαστε και με τον Παναγιώτη, να πω την αλήθεια. Εκεί στο κατούρημα πιο πολύ (ή οτιδήποτε χρειαστούμε για ανάγκη μας), και αν καθυστερήσουμε λίγο, κάτι τα καζανάκια, κάτι που γλιστράει η ράμπα, κάτι που σε τυφλώνει η λάμπα πυρακτώσεως, κι έχεις και το άγχος μην κατουρηθείς, μη λερώσεις το σώβρακο, πως μας θαμπώνει και τους δυό, πως τη χαζεύουμε αμέσως να βγαίνει σβουριχτή μέσα απ’ τα πεύκα, όμοια με τζιτζίκι, ή σαν πολύχρωμο κολιμπρί… Λίγο που βλέπω τα μαλλιά της, είναι κόκκινα. Έπειτα γίνονται γκρι απ’ την ταχύτητα που κουνάει τα φτερά, στην πράξη όχι γκρι, λευκά. Είναι το ίδιο εφέ που κάνουμε με το δίσκο του Νεύτωνα, όπου όλα τα χρώματα διαλύονται στο λευκό λόγω της περιστροφής. Η φύση το έχει αυτό, να παίζει με τα χρώματα. Η Τίνκερμπελ εδώ, είναι η Φύση. Την έχω δει ξαφνικά χαράματα με την άκρη του ματιού, να διασχίζει τη γραμμή από τη λάμπα στην μπουκαπόρτα. Εγώ είμαι ξαπλωμένος στην κουκέτα κι έχω κλειστά τα μάτια, δηλαδή νομίζει πως κοιμάμαι. Στην πράξη, σιγά μην κοιμάμαι, όλο αυτό που ζω νομίζω, είναι σα να κοιμάμαι, οπότε δεν ξεχωρίζει ο ύπνος απ’ τον ξύπνιο, αλλά αυτή δεν το ξέρει. Νομίζει πως κοιμάμαι. Έτσι μέχρι να τρεμοπαίξω τα βλέφαρα προλαβαίνω κι αρπάζω την εικόνα της ζεστή ελάχιστα, την κρατάω στο μάτι… Αυτή είναι πολύ σβέλτη, τα είπαμε, αν ήταν ποντίκι, θα είχε κάνει καριέρα μη ανίχνευσης, τόσο γρήγορα που κινείται. Τα ποντίκια ούτε να τα βλέπω. Αυτό είναι που με ανατριχιάζει, που κινούνται γρήγορα, κι αν δεν προσέξεις μπορεί να ακουμπήσουν το πόδι σου (η χειρότερα, να σου ανέβουν στο μπατζάκι)! Εκείνη δεν είναι ποντίκι καθόλου, είναι νεράιδα (και ωραία μάλλον), απ’ όσο δείχνει η ζεστή εικόνα που κρατάω στο μάτι, για λίγο. Για ποιόν είναι ωραία, δεν το ξέρω… για μένα, για τον Παναγιώτη, ή …πολύ φοβούμαι, για το Λευτέρη; Τέλος πάντων, να ερωτευτώ αποκλείεται… ο στόχος μου είναι να επικεντρωθώ στην προσέγγιση, να προλάβω να αλλάξω σώβρακο, αυτή τη βδομάδα. Δεν το κάνω για αυτή… Για μένα το κάνω, είναι θέμα προσωπικής υγιεινής…
ΠΙΝΑΚΕΣ: Δημήτρης Γέρος