photo: Revert Henrique Klumb (c. 1830s – c. 1886, born in Germany, active in Brazil) Petrópolis’s Mountain Range (Night View), Petrópolis, Rio de Janeiro c. 1870
Albumen print
24 x 30 cm
Gilberto Ferrez Collection, Instituto Moreira Salles Archive, Brazil
Αφού την ξάπλωσε στην κάμαρα μετά τριάντα επτά έτη,
την ώρα που έσβηνε από μια μυστήρια θέρμη/
και λίγο πριν την καταπιεί για πάντα η άβυσσος/
στο φως του υψώματος,
μια ζέστη ανέκυψε απ´ το σπίτι/
περιτετμημένη/
κι η ζωή, που συνέβαινε μόνο ακούσια,
πραγματώθηκε στην εν δυνάμει συνθήκη της/
ο χρόνος στερεοποιήθηκε (έπηξε)
στη γλυπτή διάσταση του δυναμικού παρόντος/
έπειτα έλιωσε ξανά/
κι έφτιαξε μια παλιά μέρα (την πρώτη)/
ακέραιη στα στοιχεία της/
όπου ο ήλιος διευθύνοντας
(τη συμφωνία των χρωμάτων)
στο τέλος κατάκοπος απεσύρθη,
ένας σκίουρος πένης,
που οσμιζόταν τα βραστά αυγά,
εφονεύθη από τη μαγείρισσα δίχως έλεος
δυο πόντους πλάι στη θράκα
με ένα σουβλί (διάπυρο)
στητό από καυκάσιο ατσάλι,
ενώ στις αχυρένιες θημωνιές,
και στον αυλόγυρο,
μικρά ποντίκια διέτρεχαν τις καμπύλες με χαρχάλεμα,
όσο το φως χανόταν/
κι οι νοτισμένες σβουνιές πάκτωναν τη σιωπή/
με ατμούς και δυσωδία./
Κείνη την ώρα αυτός
με σπέρμα παχύ και ολόλευκο
σαν πούδρα από σαπούνι Πάρμας/
κάλυψε επιμελώς τον πορφυρό χιτώνα και τον απίθωσε στο καλυμμένο μπούτι της/
παρότι τρέμοντας και μ´ ωχρά στις ρίζες δάχτυλα αν και στις άκρες ροδαλά/
τη χάιδεψε/
με την αφή στραμμένη στο κενό/
οι ώρες που χάιδεψε/
ήταν έρημες από κορμί και δέρμα/
ενώ εκείνη, παιδίσκη ακόμη μ’ άγουρα βυζιά/
τυλιγμένη τα σκεπάσματα ως το λαιμό/
έπνιγε τη θερμότητα του φύλου της με το πρόσχημα του κρύου/
Τέλος την αυγή/
κι αφού απόσωσε να εμπαίζει τον πόθο του με κουβέρτες όλη νύχτα/
ενώ εκκινούσαν τρίλιες, τα πρωινά πουλιά/
τη βίασε αφού τη σήκωσε από τη μέση σα παγούρι πήλινο (μη σπάσει) πάνω στο λαβομάνο/
όμως το μάτι του δεν καθάρισε από το φονικό/
ώσπου την πήρε το αίμα που μύριζε πιο αλμυρά από τα δάκρυα/
και κει κατάλαβε να πάψει μην τη σκοτώσει/
Για αυτό τώρα που πέθαινε/
μετά από οκτώ παιδιά, τρία εγγόνια, και όλες τις χιλιάδες άσπρες νύχτες/
ετούτο του ψιθύρρισε:
μου την έδειξε μια κάμπια που ακροβατούσε σε ένα πευκόκλαδο/
θέση ισορροπίας- βαθύ κάθισμα- επαναφορά/
έπειτα ένα λευκό σεντόνι απλωμένο να στεγνώσει/
στο μαύρο αθηναϊκό καπνό/
ενώ μέτραγε το χρόνο σε Τ/4/
με κρότο/
η ανασύνταξη του πλήθους μετά τα δακρυγόνα/
κι όσα χέρια πιάσαμε εκείνο το βράδυ που ήταν ζεστά/
το στήθος- επανάληψη της ημιτονοειδούς καμπύλης/
κι όλες οι καμπύλες παραβολές/
με το ενεργειακό τους περιεχόμενο/
με τα κοίλα άνω ή κάτω/
παραδομένες στα κορμιά και στα στόματα/
η φλέβα στο λαιμό σου μετά την αγάπη σύννεφο/
έπειτα η καλοκαιρινή βροχή με χίλιους τρόπους/
και το φανάρι που αναβόσβηνε
αντίθετα με τη σειρήνα/
περιοδικά… http://youtu.be/2MwSS1YYUE0ν
Με τον έρωτα να στάζει πινέζες, κόλλες και αποκόμματα/
από το κορμί σου εκχωρήθηκα/ αρτεσιανός/
ενώ η πληγή μου
δρόσιζε με τα υγρά τσίνορα./
Κι ας ήταν πανσέληνο/
όλο το φως σου που χύθηκε μέσα μου/
σαν ηλιογέννητο δελφίνι/
μαύρισε/
ενώ ακόμη στα όνειρά σου βύθιζα
– ως άντρας του λάθους/
και άντρας του πάθους-
τα δικά μου σημάδια ηδονής και πείνας/
τι να την κάνω τη σιωπή σου/
όταν ακούω τα χρόνια να φουσκώνουν;/
ένας απλός άνθρωπος ήμουν/
με σύνθετο θυμικό/
νέκρωσαν οι ώμοι σου το φτερό μου/
κι ο ιδρώτας μου κατέστη βιβλίο δανεικό/
το στήθος μου έπαψε ανάσες/
μόνο συντήρησα στα πλευρά μου δυο τρεις στιγμές/
ορφικά εμβατήρια/
και τις αναπαρήγαγα ντροπιασμένος/
κάθε που ανέσυρα το χρώμα εκ της αβύσσου σου/
εκείνες τρέχαν άσφαιρες μέσα στα σπλάχνα μου/
δυο δυο/
μα δε ζευγάρωναν/
μήτε στις γωνιές μήτε στα ξέφωτα/
διελκυστίνδα η λαγνεία τους/
με όριο θραύσης/
άϋλα χρόνια που εξέτεινε η ζωή με ελαστικότητα/
σα βρεγμένο σεντόνι/
το αιώνιό σου θέσφατο
θα είναι η βροχή/
Αύγουστο μετά τον επίμονο ήλιο/
δεμένος πισθάγκωνα σε ξένα κατάρτια/
θα κινήσω/
κι ο αέρας θα φυσάει καθαρός/
Clarence John Laughlin (American, 1905-1985)
A Mangled Staircase (No. 2)
1949
Gelatin silver print
Image: 13 1/2 x 10 13/16 in. (34.2 x 27.5 cm) Mount: 17 x 14 in. (43 x 35.5 cm)
Bequest of Clarence John Laughlin, 85.118.59
Στους Δελφούς, της Υπαπαντής,
καταμεσής στον πρόναο
φύτρωσε μια γριά ροδιά
απευθείας
απ’ τη σκιά της,
ως ένα αντώνυμο
της βολβικής της ρίζας•
από εκεί χρησμοδοτεί
σεπτός ηλιοδείκτης,
των βράχων τα καθέκαστα
και των ανθρώπων τις πομπές
τρίβει κι ανάφτει
διαρκώς κοκκινισμένη•
μια χρόνια περιφρόνηση,
που μεταθέτει τη ζωή,
στον άνθρωπο που εγίνηκα
τώρα που εξεχώρισα απ´ τη γενέθλια σάρκα.
Στον ίσκιο της όπου χειμάζεται
το αδρανές μου αφήλιο,
θα πέσω να ξεκουραστώ απ’ τον καημό σου
και θα μετράω ρόδια κάρδαμα
κι ένα μελίσσι χαμηλόθωρο
να εφορμά στην θήκη του χειμώνα•
μα την ανάσα σου δεν θα την πίνω πια ζεστό κρασί,
τις άδειες νύχτες που θα σε γυρεύω μες στη σκόνη._
photo: Graciela Iturbide (Born 1942, Mexico City; lives and works in Coyoacán, Mexico) Cementerio (Cemetery), Juchitán, Oaxaca 1988
Gelatin silver print, 32.2 x 22 cm
Princeton University Art Museum, Gift of Douglas C. James, Class of 1962
…και πάλι απέναντι στην πτώση (και στη φθορά):
ενώ δείχνει ανάγκη νομοτελής/
πρωτεϊκή και αναπόδραστη/
– συχνά, ανολοκλήρωτη/
γίνεται φθίνουσα ταλάντωση –
μια πτώση, μια ανύψωση/
περί ενός ακίνητου παρόντος/
με όρια που στενεύουν διαρκώς/
Κάθε κύκλος της, γεννά/
την ίδια θύελλα ερημιάς και ασφυξίας/
τον ίδιο φόβο και το ίδιο δέος/
αλλά ενώ το χώμα έλκει/
και απορροφά/
και ομογενοποιεί/
και συναρμόζει/
τη φθαρτή περιγεγραμμένη υπόσταση/
η ουσία- δροσερή κι ανέμελη- αποδρά λίγο λίγο προς τα πάνω/
προς την αιθέρια πεμπτουσία/
και το διάστημα/
ώσπου εν τέλει σταματά/
παγωμένη/
σε ταύτιση απόλυτη με το ελκτικό της κέντρο/
Αυτή είναι και η ομορφιά της/
που κατά τη φθίνουσα τροχιά/ επιτρέπει την ανάληψη και τη θέωση/
μες στον ενεστώτα χρόνο/
έτσι η ψυχή μπορεί να υπάρξει/
δίχως μεταφυσικά υποζύγια/
Τυχερός, που στη ζωή μου/
αντάμωσα με ανθρώπους που έζησαν έτσι, με τέτοια συνείδηση/
πως ο θεός τους/
είναι ο ίδιος τους ο θάνατος/
(που είναι μια ενεργητική και δημιουργική συνθήκη)
αντιστοιχεί μια βεβαιότητα
άλλοτε ως αιτία
και άλλοτε ως αιτιατό
η αβεβαιότητα αντιθέτως
-όσο πλανεύτρα και ερωτική-
είναι κατάσταση παθητική
και δυσάρεστη
λέμε πχ » λες να απολυθώ αύριο; »
κι η μέρα μας δεν ξημερώνει
ή ξημερώνει, αλλά δεν το ξέρουμε γιατί δε βλέπουμε το φως της..
για τα χρώματα ούτε συζήτηση..
ή λέμε,
αυτή η ισορροπία ηλεκτρολυτών
που κατέληξε να είναι ο πατέρας μας,
πόσο θα κρατήσει;
και εννοούμε,
πόσο θα της επιτραπεί να κρατήσει..
να ανταλλάξεις την αβεβαιότητα με το δισταγμό/
είναι μια πράξη τραυματική
και ερεβώδης ( όπως όλες οι τελετές ενηλικίωσης )..
δεν είναι ότι θα επιδιώξεις τα χρώματα
– στην πράξη ένα έλασσον μπλε –
είναι ότι σίγουρα
θα πληρωθείς με σκοτάδι..
Στον καθρέφτη του χολ/
ένας παλιός/
ένας τωρινός/
κι ένας επόμενος/
αλληλοκαλύπτονται/
ο πρώτος τρώει στιγμές/
που ο δεύτερος μαγειρεύει/
ο τρίτος πεινάει και θα πεινάει για πάντα/
όταν κοιτάζω/
το χλωμό μου φως ψευδίζει μέσα τους/
κι ο ακίνητος αέρας/
μασουλάει/
τα νύχια των χεριών μου/
μια βροχή ακούγεται που είχε βρέξει αλλού/
μετά αστράφτει η φωνή σου στο κεφάλι μου/
πιο ζωντανή κι από όταν ήσουν ζωντανή/
και το πρωί αρχίζει να φορτώνει στους ιμάντες του/
μια πίκρα σήραγγα/
μαύρο γυαλί/