κάθε που πήγαινε να φτάσει την αγάπη/ γλίστραγε/ έφταιγε η εποχή/ το τέλος της γηραιάς εφηβείας/ ενοχικές επισκέψεις στα δωμάτια της Άνοιξης προσημαίνουσες/ όλοι οι παιδικοί Χειμώνες με γυμνή γάμπα στο πορώδες χιόνι/ και τα φυτίλια του Σεπτέμβρη μετά τη βροχή/ εκεί το παγωτό/ ένας λόφος τροχήλατων εμποτισμένων σε νωπό βερνίκι/ κατέρρεε/ η γαζίες μεσημεράκι τρυφερό στον μέσα κήπο/ εξέπνεαν/ ψυχούλες τριζόνια/ στον ασβέστη/ θεριά υδρολύονταν/ άρα διψούσε για αυτό: ανερμάτιστος ήλιος/ αραιή υγρασία και εν εξελίξει υδρατμοί/ τυφλό φως στο λευκό απόγευμα/ σταρένιο σώμα/ αγκάθι στη γλώσσα του δέρματος τα δροσερά πλακάκια/ αιώνιο θέρος/
ποιός διηύθυνε; η αφαιρετική υπεροντότητα του θέρους/ – καθε εποχή/ εφευρίσκει το δικό της Θεό-
photo: Arthur Wigram Allen – Joyce preparing to dive, 15 January 1905
Αχερουσία ή Κασταλία Μίσιγκαν ή Μόντζέε όλες οι λίμνες των αδρών αιώνων με το χρόνο απόστημα ενδημούν την απόληξη με ληγμένα συγνώμη και μάταιες βροχές το κορμί σου βυθίστηκε στο κρύο χώμα τους ξερά σαν ξύλινος φαλλός σε λακανική συνεδρία τρόφιμα των δοντιών και σάρωθρα πηχτής μάκας η ελιά στον πυρήνα της ευαγγέλιο και παράτα του τέλους έπειτα ανοιχτοί βραχίονες άσπρα νύχια πατ πατ μια βέσπα νεκρή σε φέρνει απ´ τη δουλειά απ´ το δισκοπότηρο του αφαλού σου μια φέτα λεμόνι…
Υγιέστατο κοριτσάκι/
Ρόδο στα μαλλιά/
Γκρεμός για την καρδιά των αγοριών/
Δίχως κιγκλιδώματα/
Μετά σταμάτησε το γάλα/
Κι άρχισε την αντιβίωση/
Κι έγινε γυναίκα/
Και τα γέλια ακούγονταν ως τα καμαρίνια/
Κι αίμα δεν υπήρχε/
Μόνο κερασόζουμο/
Στα νούμερα εκτόξευσης/
Στην καλοκαιρινή τέντα του επίμονου ήλιου/
Στη σκηνή των αλόγων/
Και στην αιώρα της σκόνης/
Γι αυτό χάθηκε ένα βράδυ μετά τη βροχή/
Η έρημος που έφερνε το αίμα/
Είπε να την πάρει/
Στεγνή δίχως γάλα και τίγκα στο Σεκλόρ/
Ενώ ιωνικές τριήρεις έλαμναν αντίθετα από το μαύρο χώμα/
στο βάθος ένας άνθρωπος χλωμός/
δίχως φτέρωμα/
γυάλιζε τη στάχτη με άμμο κρυσταλλική/
την αύρα των δέντρων μετά τη βροχή/
στο δισθενές περίβλημα/
φύτεψε/
μια ρίζα έρωτας/
που ζευγάρωσε τις ντροπές/
με τις αναίμακτες στύσεις/
το ιδρωμένο μπράτσο του πως βύθισε/
σε μια λίμνη σάρκας/
γλυκιά αμφισημία/
η γάμπα του/
αρνήθηκε το νερό της να κυλήσει
μια ροή πολύτιμο ρευστό
σε αντίρρηση/
πετώντας μέσα από πυκνές κουρτίνες/
υγρασία, έντομα και σαλώμεια
σκόνη/
προσγειώθηκε στην κοιλιά της/
μικρό ροζ σάρκινο αλεξίπτωτο/
έτσι εκείνη περιέβαλε με την ύπαρξή της/
μια ξένη ύπαρξη/
όχι μητρικά/
αλλά σαν ιογενής πανώλη/
όλους τους κύκλους ως το Καθαρτήριο ενσωμάτωσε/
εδώ κατέδειξε τον υιό της/
ένα ρηχό κομμάτι από τη σάρκα της/
διογκωμένο από τις ηδονές
για πάντα/
μες στο περιήλιο της άνοιξης/
έτσι γεννήθηκε/
ο αιώνιος ξενιστής της/
ενώ τα δέντρα αμήχανα/
επέβλεπαν το γάμο/
art: Sascha Schneider
Untitled (study of a reclining male nude with tucked up legs)
1894
Pencil and charcoal with white highlights on grey paper
20.07 x 15.74 in.
Collection of Hans-Gerd Röder
στην αριστερόστροφη – για το βόρειο ημισφαίριο – κατελισσόμενη χρονική περιδίνηση/
κι ενώ είναι Δευτέρα/
τρεις τα χαράματα/
η σαρωτική ροή, διακόπτεται ελλειπτικά/
και ασυνεχώς/
από την επιλεκτική απόχη/
έτσι/
δύο στιγμές καθαρού οργασμού στο δυάρι του Νέου Κόσμου/
-πάνε τριάντα χρόνια-/
πετσοκόβονται ζηλότυπα/
και καταρρέουν σε βεβαιότητα/
αν και γεννιούνται ως πιθανότητα/
ενώ με μια διάθεση νοσταλγικού εγκιβωτισμού/
ταξινομούνται ως εαυτές/
αυτό σημαίνει ταυτόχρονα το θάνατο όλων των πιθανοτήτων/ και την αυγή της ακινησίας/
έπειτα/
ανασύρονται κάθε Απρίλη με την ακολουθία του Νυμφίου/
φρέσκες κι αφράτες σαν τσιπούρες αλανιάρες/
άλλοι γελούν- μόλις τις αντικρίζουν-/
άλλοι οδύρονται/
ενώ στην κορυφογραμμή/ λιώνει το χιόνι πιο γκρι/
ο θάνατος είναι ακόμη στη σπηλιά/
και η γαρδένιες μυρίζουν γλυκό θειάφι/
στο σεντόνι μου λίγο θαλασσινό νερό/
στεγνώνει με τη παλιά ζέστη απ´τα πόδια της/
photo: Jane Brown
Big Trout, New South Wales
2010
Museo silver rag print
59 x 46 cm