ενώ η επτάπυλη Θήβα/
βόμβιζε ξερή/
Αντήνορος πεπνυμένου/
χρησμός/
κατέφτασε απ’ την Τροία/
το ξυράφι εκείνο βλάστησε φωτόνια/
και στην κόψη του αιωρήθηκε/
μια πράσινη χρυσόμυγα/
δοκίμασε στη γλώσσα της/
το αλάτι του Ζάλτσλαχ/
και τα άστρα του Σχίνακα/
έπειτα εξαχνώθηκε/
και το όνομα της ψέλλισε/
σε σπασμένα ελληνικά/
Κασσιανή κόρη ή γυνή/
μολυσμένη απ’ το αίμα/
στο Καρνάκ τα ρόδα/
είναι το ίδιο κόκκινα/
μα η στάχτη πιο ελαφριά/
στη Φοινίκη των Ιλλυριών/
και στην Ελευσίνα/
έτσι ξύπνησα
και έτσι ξυπνάω πάντα/
μια Νηρηίδα που φόραγε ματόχαντρο/
γυμνή/
δάγκωνε το λαγώχειλο πάνω χείλι αφηρημένη/
αυτός έγραφε -σε χαρτί-
κι η ζωή φτιαχνόταν απ´ τις λέξεις του/
ένας λόφος
δροσερός με δάκρυα/
μετά έλιωνε χιονάνθρωπος στη βροχή/
και τα τρίχορδα ατάιστα νιαούριζαν την ερημιά/
-αχ να σε ζούσα ζωή μου/
όπως σε αγαπούσα!/
της είπε το πουλί, μόλις γράφτηκε/
μετά ξάπλωσε/
και τούρλωσε την κοιλιά του διαθέσιμη σαν του σκύλου
για τη χωνευτή ηδονή/
λίγα χάδια διψούν
μια βολή
στον ακίνητο Θεό της/
το φυσικό της δάσος/
ένας μαλακός αλγόριθμος/
λυγμών και βογκητών/
-σε φώναζα, μα δεν με άκουγες να μ´ αγκαλιάσεις/
κι απ’ το χθες/
κι απ’ τις μέρες του κρύου/
μα ήρθε εκείνο το Σάββατο που έτριζε/
και τα ήπιε όλα, άσπρο πάτο/
– τρίχες, φανέλες, άνθρωπο/
και τα ρούχα τα παλιά-
σκότο
-δίνη/
γι’ αυτό έχω εγώ μόνο τη μασχάλη σου/
να αγναντεύω χρόνια/
που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν αθόρυβα
στα σχοινιά/
Τόσο βαριά που είναι η ζωή
-ακόμη και για τον ίδιο το χρόνο-
που κάμπτεται και προσκυνάει και ενστερνίζεται/
το απλό σάρωθρο/
στην πρώτη πυκνή συγκέντρωση στοιχειωδών σωματιδίων/
υψηλής καταγωγής/
έτσι – ιστορικά –
δημιουργήθηκαν οι πρώτοι δουλοπάροικοι/
η καθαριότητα βλέπεις/
είναι θέμα επιστημονικής τεκμηρίωσης πρωτίστως/
παρά ένα θέμα να το λύσει η αστική δημοκρατία/
Ιώδες τριζόνι/
αιχμάλωτο/
στη φυλακή των μπάλων/
κοιμήθηκε ανάσκελο/
ως να κοντέψει θάνατο/
μετά το πήρε ο χρόνος μαθητή/
και το καμε αηδόνι/
πίσω από την πλάτη μου τις νύχτες/
ψέλνει χερουβικούς/
καυτή η τρίλια του μου σιγοψήνει το σβέρκο/
κι η άνοιξη το ψέγει που ορφάνεψε/
δίχως φίλους/
να ‘χει να του ράψουνε/
του γονιού την τρύπα/
στη στροφή της συνείδησης
σε ένα αυγό από αγάπη
μεγαλώνει ελεύθερο
το παιδί της ελπίδας μου
το κορμί του
γύψινος κότσυφας με θλιμμένα μάτια
νυχιές στο εκμαγείο του
και αίμα στις νυχιές
και το αίμα γαλανό
σαν των συντρόφων της επανάστασης
τη σκηνή στη Μακρόνησο
ανταπάντησε στους ίσκιους σας
με νάρκες και καπνό
πενήντα χρόνια «ελεύθερο»
ο χειρότερος στρατώνας
έπειτα σιώπησε κι ωρίμασε κι έδεσε καρπό και νέασε εκ νέου
κι ας ήταν νάνος με δεμένα πόδια
και μαλλιά ψαρρά
που έσπαζε κλαδάκια για τη θράκα Ιούνη μήνα
μίλησε με τα ζώα
και τα μαθε ανάγνωση
μίλησε με τις πέτρες και τις έκανε αρχιτέκτονες
μίλησε στα κορίτσια και τα πυροδότησε
έρωτα και χυμούς και τραγούδι
Είδες τα δάση μας το πρωί;
τα καμένα τους ρούχα πόσο άχαρα κρέμονται
φορεμένα στη μέση, ενώ
στη ακτή μια ηλιαχτίδα
με τη ζήλεια της
έκαψε τη θάλασσα
σταθερά από τους βράχους
Δεν αντέχω με όλα αυτά ένα γύρω μου
-τα φαντάσματά σας ζωντανά
και τους ζωντανούς φίλους πεθαμένους-
να σβουρίζω στο βίο μου με δεμένα μάτια
κι αυτή η τυφλόμυγα να μην καταλήγει
ούτε στο φως ούτε στο θάνατο
μια πυγολαμπίδα της άνοιξης ως τη μέση
στο χιόνι
που άνοιξε τα δάχτυλα να πνίξει τους φασίστες
μα βρήκε αέρα και μια γάγγραινα
που απλωνόταν
ακόμη και στα ίδια τα δάχτυλα;
αγωνίζομαι
να χωρέσω τις μέρες μας
σε μια φούχτα φροντίδας για σας
τα μαλλιά της να λάμπουν στον ήλιο της νιότης σας
κι η καρδιά της να ανάβει προσευχές ψυχοσάββατα
μια εξέγερση σκλάβων
από σας και για χάρη σας
σας οφείλει η ιστορία
Κ.Λ.
(στην κόρη μου, στα ανήψια μου, στους μαθητές μου)