Αντίθετα από τα φωνήεντα
μες στα χρόνια δε λέω μόνο «άσπρισα»,
λέω και «μαύρισα».
Διότι δυο μονοπάτια χαράζει ο καιρός
ένα του κορμιού/
που ασπρίζει με τα χρόνια,
από την κεφαλή ως την ήβη του,
-θλιβερά, σα μια φέτα χιόνι-
κι ένα της ψυχής/
που ταράσσεται και φουσκώνει
μαύρες σμέρνες,
στην αντικειμενική αγρανάπαυση της θνητότητας.
Έτσι εξαγνίζεται η ρευστή αγνότητα της πούδρας του χρόνου
με το έρεβος του οντολογικού τετέλεσται,
κι ο καημένος ο άνθρωπος
ούτε αστράφτει, ούτε σβήνεται/
διατηρείται οπτικά ουδέτερος
υπαινικτικά,
πλήρης θεϊκού προσόντος,
αλλά προκρούστεια,
ευνουχισμένος.
Μόνο που και που κάποιος γέροντας
ενώ φεύγει,
ανάβει κάτασπρος εκτυφλωτικός
υπερκαινοφανής/
Για μέρες μετά, οι υπόλοιποι τυφλωμένοι,
βλέπουμε γύρω μας μόνο άσπρο.
(στον πατέρα μου)
photo: Vanessa Winship
Untitled from the series Black Sea. Between Chronicle and Fiction
2002-2010
© Vanessa Winship