Στην κορφή αυτής της γέφυρας
οι ευθείες γραμμές από τα λάστιχα
διαβάζονταν κόκκινες τροχιοδεικτικές,
παραβολές ή υπερβολές
αναλόγως της εστίας.
Υπήρχε η έλξη,
η βαρυτική εμμονή της,
κι ενας φωτοτυπημένος οδηγός,
για συνταξιούχους αξιωματικούς βολής.
Με μολύβι στα ενδιάμεσα
δυο βυζιά με ροζ ρόγες ξυλοχρώματα,
ή παστέλ με ξυσμένη αιχμή,
επέλυε τις τετμημένες,
αν το φως το επέτρεπε.
Όταν μιλούσαμε για αυτά τα απογεύματα,
ξεπλέναμε τα ψάρια με αλάτι και μαχαίρι,
κι ο ήλιος έστυβε λεμόνια κι αφρόξυλα.
Η ανάκρουση αυτής της έκρηξης,
αναντίρρητα,
μια ορμή διατηρούσε,
στα παρελθόντα γονίδια
-αλλά δεν ήταν του πατέρα-
Η ανάμνησή του τερμάτιζε
στα ψηλότερα στάδια,
ως μια νεκρή επιβράδυνση σε μια κούρσα νετρίνων,
στο τέλος στάση
βρυχυθμός -για λίγο-
κι έπειτα, αιώνια
σιωπή.
Ως εκεί που έφτανε η ζωή στον ύπνο της,
με τα ερωτευμένα αγριοπερίστερα,
κεντημένα στην πετσέτα του πρόσφορου,
όλες οι τελετουργίες των ομόθρησκων εντοιχισμένες,
σικλαμέν,
δαχτυλίδια και γάτες στην άμμο τους,
σταυρωμένα στέφανα στο λερό εικονοστάσιο.
Μια γριά που σάπιζε εν ζωή στον πίσω ακάλυπτο,
τι άλλο;
Καλοκαίρια τη χάϊδευαν με ιδρώτα και ήλιο
τα άστρα καθυστερούσαν
πάνω από τη χωρίστρα της,
κι η γεύση του χρόνου
μαύρη ζάχαρη.
Τα χέρια μου στέκονται δίχως σύνορα ανάμεσά τους,
δίχως υπόθεση ή πρόθεση,
βεβαιότητα ή εικασία.
Δεν αγκαλιάζουν ούτε για δοκιμή.
Όλη η -επιστημονική- μέθοδος καταλυθείσα,
υπό την πίεση της ποίησης/
τους ζω ακόμα,
και για όσο πάει.
photo: René Burri
Men On A Rooftop, São Paulo
1960
© Rene Burri/Magnum Photos
(Στην οθόνη, ο Νίκ,
διάβαζε το χρόνο,
όπως την Daily Mail)