Μια βολή και δυο πρόσωπα/ δίχως αγκαλιά

IMG_1121.JPG
Στην κορφή αυτής της γέφυρας
οι ευθείες γραμμές από τα λάστιχα
διαβάζονταν κόκκινες τροχιοδεικτικές,
παραβολές ή υπερβολές
αναλόγως της εστίας.
Υπήρχε η έλξη,
η βαρυτική εμμονή της,
κι ενας φωτοτυπημένος οδηγός,
για συνταξιούχους αξιωματικούς βολής.
Με μολύβι στα ενδιάμεσα
δυο βυζιά με ροζ ρόγες ξυλοχρώματα,
ή παστέλ με ξυσμένη αιχμή,
επέλυε τις τετμημένες,
αν το φως το επέτρεπε.

Όταν μιλούσαμε για αυτά τα απογεύματα,
ξεπλέναμε τα ψάρια με αλάτι και μαχαίρι,
κι ο ήλιος έστυβε λεμόνια κι αφρόξυλα.
Η ανάκρουση αυτής της έκρηξης,
αναντίρρητα,
μια ορμή διατηρούσε,
στα παρελθόντα γονίδια
-αλλά δεν ήταν του πατέρα-
Η ανάμνησή του τερμάτιζε
στα ψηλότερα στάδια,
ως μια νεκρή επιβράδυνση σε μια κούρσα νετρίνων,
στο τέλος στάση
βρυχυθμός -για λίγο-
κι έπειτα, αιώνια
σιωπή.

Ως εκεί που έφτανε η ζωή στον ύπνο της,
με τα ερωτευμένα αγριοπερίστερα,
κεντημένα στην πετσέτα του πρόσφορου,
όλες οι τελετουργίες των ομόθρησκων εντοιχισμένες,
σικλαμέν,
δαχτυλίδια και γάτες στην άμμο τους,
σταυρωμένα στέφανα στο λερό εικονοστάσιο.
Μια γριά που σάπιζε εν ζωή στον πίσω ακάλυπτο,
τι άλλο;
Καλοκαίρια τη χάϊδευαν με ιδρώτα και ήλιο
τα άστρα καθυστερούσαν
πάνω από τη χωρίστρα της,
κι η γεύση του χρόνου
μαύρη ζάχαρη.

Τα χέρια μου στέκονται δίχως σύνορα ανάμεσά τους,
δίχως υπόθεση ή πρόθεση,
βεβαιότητα ή εικασία.
Δεν αγκαλιάζουν ούτε για δοκιμή.
Όλη η -επιστημονική- μέθοδος καταλυθείσα,
υπό την πίεση της ποίησης/
τους ζω ακόμα,
και για όσο πάει.

photo: René Burri
Men On A Rooftop, São Paulo
1960
© Rene Burri/Magnum Photos

(Στην οθόνη, ο Νίκ,
διάβαζε το χρόνο,
όπως την Daily Mail)

το κερί του χρόνου V/ από τη συλλογή «Ξηρασίες, η πρώτη μάχη»

self-portrait-1953

Όταν ονειρεύομαι το χρόνο
κρυώνω πολύ/
κι αν πω να αφεθώ να με συλλέξει/
γύρω μου πήζει και σφίγγει αμετάκλητος/

έτσι είναι ο χρόνος/
ένας γαλάζιος παγετώνας/
πάνω του βλέπω να αγκιστρώνονται/
λευκά ανθρωπάκια άσφαιρα/
με καρφίτσες εδώ κι εκεί/
άλλοι για να ορίσουν την αρχή τους
(-εδώ γεννήθηκα!-)/
ή να μετρήσουν και να αποτιμήσουν τις μέρες τους/
άλλοι για να ορίσουν την ίδια τη ζωή τους/
την μερίδα του χρόνου που τους αναλογεί προς κατανάλωση/
για τούτο τη γεμίζουν σημάδια και ορόσημα/
έτσι μετρήσιμη την κατανοούν περισσότερο/
και την αναπαράγουν λεκτικά/
τα μωρά που φέρνει ο πελαργός ξημερώματα Δευτέρας/
μια παλιοαρρώστια που εισέβαλε ένα απόγευμα όταν αποτραβιόταν στην κουζίνα το φως/
έναν έρωτα πολύτιμο/
που τον κράτησε ο πάγος σε χειμερία νάρκη τριάντα χρόνια/
τους στιγμιαίους θανάτους/
και τους χαμούς για πάντα/
των αγαπημένων/
τα μάτια των σκύλων μέσα στη βροχή/

Όλες οι καρφίτσες ταξιδεύουν αργά χαμηλότερα/
«χαμηλότερα» είναι μια λέξη που μας δείχνει τη βαρύτητα/
όμως -«αργά»/
είναι μια λέξη που χωράει στο χρόνο-
σταθερά/

γλύφοντας την ελάχιστη καμπύλη/
ακολουθώντας ένα νόμο  υδροδυναμικής/
που είναι και μηχανική των ρευστών/
-έχει ο παγετώνας αυτό το πλεονέκτημα/
να είναι ένα στερεό ρευστό που ολισθαίνει-
σαν ηπειρωτική τεκτονική πλάκα/
στην κούνια της αιώνιας λάβας/
ή σαν αδιάθετο γατί/
που αναγνωρίζει τις διαφορές θερμοκρασίας/
από αγκαλιά σε αγκαλιά/
έτσι κι αλλιώς ο χρόνος ο ίδιος, δεν πονά-
ούτε ματώνει/
ούτε υποφέρει/
αν ήταν να διαλέξει να γίνει θεός/
θα γινόταν ένας Βούδας/
έτσι ψύχραιμος και υπεράνω που τοποθετείται/
στο λαϊκό νου/
-δεν καταδέχεται όμως τη θέωση –
περιέχει τους θεούς και τους καταπίνει/
στην απέραντη έκτασή του/

καβάλα παν οι άνθρωποι σε τούτο το συμπαγές ποτάμι/
βαστώντας τις καρφίτσες τους
σα να ‘τανε πηδάλια/
-ενώ δεν είναι ούτε καν βοηθητικές προπέλες-
κι όταν εγκαταλείπουν/
κανείς δεν αναρωτιέται/
γιατί οι καρφίτσες απομένουν ορφανές/
δίχως τους καπετάνιους τους/
ή ο,τιδήποτε
εν πάση περιπτώσει
επί της οντολογίας τους/
τι σηματοδοτούν επιτέλους αυτές οι καρφίτσες;
τη ματαιοδοξία των θνητών και πεπερασμένων/
να μετρήσουν το αιώνιο και άφθαρτο/
περιβάλλον του παντός/

photo: Vivian Maier
Self-Portrait, 1953
1953
Gelatin silver print
30.5 x 30.5 cm
Vivian Maier/Maloof Collection, courtesy of Howard Greenberg Gallery

 

το άχρονο αγκάθι

Εκεί κοιμήθηκα
σε διπλωμένο αυτί•
φίλοι παλιοί,
αγκαλιάζονταν πίνοντας
μια συνουσία φιλίας,
με χέρια άστικτα,
περιέβαλαν τα στήθη περιμετρικά της άλω
κι η Σιένα
καταβρόχθιζε τις ρόγες
στα αμπέλια της,
ανθρωποφαγικά•
αυτό κατάλαβα:
μάσκες τραγωδίας
για ένα κοινό μπουρλέσκ.

η ζέστη με έπνιγε
όπως τον Αύγουστο του ’87,
με τα άσπρα αηδόνια•
κι ας χάιδευα
τα ευγενή κορίτσια με τις γλυκές λακκούβες,
τις γάτες της Αλεξάνδρειας,
τα λιβανέζικα φλουριά•
ελεύθερο μάρμαρο στο στόμα της βροχής
ήταν ο γλύπτης,
κι ένα αμούστακο αγόρι
ο εραστής.

Πως θα’ θελα μια ρόγα να ξυπνήσει το κορμί της
μες στο στόμα μου,
στυφό του σταφυλιού το χύμα
στον ηλιανθό!

-Τι να τον κάνω όλον τον κόσμο,
αφού δεν είσαι μέσα του;
σου είπα•

(τι να τον κάνω όλον τον κόσμο,
αφού δεν είμαι μέσα σου;
μου είπα)

κι έριξα μια πέτρα
δίχως θάνατο,
να σκίσει το νερό._

photo: από την καμπάνια Pinups For Pitbulls

 

Λωτ/ τα παιδιά κι ο καθρέφτης

20141007-170925.jpg
Σε σπίτια με στεγνούς λαβομάνους που μυρίζαν χλώριο,
δίχως σταύλους/
μεγαλώσαμε τα παιδιά μας/
σα δαμάλες με χαλκά,
ή σαν ταυράκια,
μας σιχάθηκα
κι έτσι περπάτησα τους δρόμους
δίχως να διασταυρωθώ με τα βλέμματα/
συντετριμμένος/
σα να ήμουν γυμνός
από τη μέση και κάτω
κι όταν ρωτήθηκα είπα:
-εγώ να σας πω;
ρωτήστε το σπίρτο που παρήγαγε/
ρωτήστε το άζωτο και την τριβή/
το αιχμηρό έγκαυμα
επιτέλους διατυπώστε/
και ιδού:
ο λαιμός της που εκτεινόταν
στην καμπύλη της κνήμης/
-ένας βαθύς ψαλμός υπόβαθος-
άπλωσε τις αράχνες του στο εξασθενές της στέρνο,
πουλί δεν ακουγόταν,
η Αντιγόνη – τυφλή – με τα δάχτυλα,
χτένιζε τις θρυαλίδες του μιάσματος
από το αμβλύ της στόμα/
φθινόπωρο δεν ήταν
ένας κάμπος με βράχους
άχρωμος
όλο το νερό σιδερωμένο/
κι η ζωή δεν ανέβαινε με τίποτα
στο λαστιχένιο βάθρο/
«αδιάφορη» τη λέγαμε παλιά/
αυτήν την ισορροπία/
γι αυτό γελούσα/
εγώ, από μόνος μου
τι να εξηγήσω;
ούτε τα ονόματα των απόντων δεν ανακαλώ/

photo: Lewis Carroll (1832-1898)
Alexandra “Xie” Kitchin as Chinese “Tea-Merchant” (on Duty)
1873
Albumen print
19.8 x 15.2 cm
Städel Museum, Frankfurt am Main
Photo: Städel Museum – ARTOTHEK