Εγκιβωτισμός VII/ το ασυγχώρητο κενό

 

Ένα ασαφές μεσημέρι με ελάχιστο φως, αφουγκράζεσαι, τον κενό ήχο που παρήγαγες ως εδώ. Ένα τρόλεϋ υλικών στον αντίποδα, τρίζει δαιμονισμένα σαν πανηγυριώτικη ρόδα, από τον διάδρομο. Ο λαιμός  κατακόκκινος σαν το παλαιό κονιάκ, και τα μάτια κλειστά δεν συνεργάζονται. Όλα είναι νύχτες που πάνε κι έρχονται σαν τρένα κι αφήνουν μόνο λίγο φως στο ξημέρωμα.
Αυτό αναρωτιέσαι: έχει απομείνει χώρος -να-ζεις- μέσα σε αυτή τη θάλασσα κενότητας που υπήρξες;  Στο ζεστό καλοκαίρι που πια τελείωσε ανεπιστρεπτί, η κενότητα ήταν ένα ακόμη δέρμα, μια αύρα που αναριγούσε τα μύχια σύνορά σου με τους άλλους. Έτσι άφριζες σε αυτή τη θάλασσα, μια στροβιλώδης οντολογική δήλωση, μια εκκωφαντική παρένθεση.

Αδρανειακό παραδειγμα: Όσοι έρχονται να σε συναντήσουν,  και είναι γνωστοί κατά κάποιο τρόπο,  δεν θα μπορούσαν να σου είναι περισσότερο άγνωστοι. Και πάλι τα όρια, που είναι το υγιές περίβλημα, ξεγελούν το μάτι. Πόσα όρια μπορείς να υπερβείς, μια συνθήκη διαβίωσης,  ένα πολυγραφημένο δαντικό συμβόλαιο;  Η αποστασιοποίηση από τη φιλία τους και τις αγκαλιές και τα δάκρυα, ενώ είναι μια κοφτερή και επιτακτική συνθήκη, μια στιβαρή επιλογή ανδρισμού, δεν παύει να τρέχει στη ραχοκοκαλιά σου σαν παγωμένο νερό. Αυτή η σύγκρουση είναι πλέον η πικρή συνείδηση του κενού που αντρώθηκε. Δεν επιλέγεις το συναίσθημα αλλά τη γλαφυρή φαινομενολογία του. Έτσι οι συμπεριφορές είναι αυλαίες που ανοιγοκλείνουν με ρυθμό, δίχως να αποκαλύπτουν κάποια παράσταση. Αυτές οι ίδιες γίνονται η παράσταση.

Ιστοριογραφικό παράδειγμα: Σε μια γιορτή ονομαστική, τέλη Μάη, είχατε βρεθεί σε επίσκεψη με την κόρη της δασκάλας σου στην Πέμπτη. Που είχε το ίδιο στήθος με τη μητέρα της σε δυνητική εξάπλωση, γεγονός που σου επέτρεπε να γνωρίζεις μια μελλοντική εκδοχή του πόθου σου, ενώ πραγματοποιούσες το παρόν φορώντας το προσωρινό φτέρωμά της στιγμής. Ένα στήθος ταπεινό που υπόσχεται το μεγαλείο της υπερπαραγωγής, ενώ είσαι έφηβος,  και απόλυτα ορμονικά μαστουρωμένος, έρχεται και φεύγει με την αύρα της θάλασσας, περιοδικά κάθε περίπου είκοσι δευτερόλεπτα. Το αυτό επαναλαμβάνεται και τώρα, με ένα απομονωμένο στήθος πια, διότι δεν θυμάσαι το πρόσωπο ούτε της δασκάλας ούτε της κόρης της.  Σε λίγο δε θα θυμάσαι ούτε το δικό σου. Όμως εκείνο το στήθος συνεχίζει αυθύπαρκτο έπειτα από τόσα χρόνια, το μακρύ ταξίδι της ηδονής και της υπόσχεσης. Πως είναι δυνατόν το κενό να χωράει κάτι τέτοια πράγματα; Ο πόθος και η θέληση,  ο έρωτας, οι μηχανισμοί των οργασμών,  όλα αυτά δεν ανήκουν. Ζουν την αέναη ζωή των φωτονίων και του σύμπαντος, επιστρέφουν σαν κομήτες περιοδικά, κλέβουν βαρύτητα από τη γειτονιά και τροχιοδρομούν εγωιστικά. Είναι τα μεγαλύτερα τσογλάνια του εμπειρικού γίγνεσθαι. Και σε αφήνουν να διαχειρίζεσαι μόνος σου, το όψιμο κενό σου. Έτσι αποφεύγουν το θάνατο, μα ακόμη καλύτερα, τον ίδιο το φόβο του θανάτου.

photo: Josef Koudelka
Czechoslovakia
1968
Gelatin silver, early print
© Josef Koudelka / Magnum Photos

 

Σχολιάστε