Η σιωπή είναι μια παγίδα διήγησης. Στην ερμητική εναρκτήρια σιωπή της αυγής, στις μουδιασμένες πρώτες κινήσεις των φυτών και των ζώων, όπου οι λέξεις μαγκώνονται σκουριασμένες στη ροή τους, ένα καλοκαίρι μετασχηματίζεται σε αρχαϊκό Γκόλεμ, ενώ τα δάχτυλά μου αποκτούν περιεχόμενο σαν αιμάτινα λουκάνικα. Όσες φράσεις εκκρεμούν, διαχέονται νηματοειδώς προς κάθε κατεύθυνση, με αγωνία να ακουσθούν, τα πρόσωπά τους τεντώνονται στα όρια του αραχνοειδούς βέλου. Ενώ ούτε ένας φθόγγος δεν αρθρώνεται, τη σιωπή σχίζουν οι εκκωφαντικές προτροπές των νοσοκόμων: να γυρίσω πλευρό, να ανοίξω περισσότερο το στόμα, να σηκώσω όσο μπορώ, τη λεκάνη.
Σε αυτή τη σιωπή, επικάθεται η γενεσιουργός μου τέφρα, απόρροια οδύνης και οντολογικής ενατένισης. Το γκόλεμ ανατριχιάζει και σκέφτεται τη φράση «Από την τέφρα προέρχεσαι και στην τέφρα θα καταλήξεις», που ανήκει στον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα και στο θεό του, ως μια συνθήκη ατελούς αυτοΰπαρξης, ως μια φιλοσοφική φράση που υπενθυμίζει το θάνατο (και της τελειότητας και της ατέλειας) σε κάποιο μεσαιωνικό πυρήνα πειραματικής μεταφυσικής. Ξέρει πως τέτοιο είναι το πεπρωμένο του: να σωματοποιείται εμπειρικά ώστε να πραγματωθούν όλες οι τιμωρίες μιας λευκής κόλασης, σε ένα συμπαγές, καταραμένο corpus χειραγώγησης. Η κόλασή του οφείλει να είναι λευκή – σαν ένα καταληκτικό στάδιο του θερμοπυρωμένου χάλυβα -μια χιονισμένη μέρα όπου το φως δε συμμαζεύεται. Η κόλαση οφείλει να είναι η αλητεία του φωτός. Βλέπω να πορευόμαστε προς τη λαμπερή αλητεία συντροφιά με αυτό τον καινούργιο φίλο, έναν λασπερό τζίντερμπρεντ μαν, που μου κρατάει το χέρι, μου χαϊδεύει την κοιλιά, ή μου σκουπίζει τον ιδρώτα στο στήθος, ενώ η σιωπή καταλύεται και όλα τα κωδωνοστάσια ηχούν το Summertime in Prague. Στην Πράγα ξημερώνει μια λαμπρή Κυριακή των Ασωμάτων, κι από κείνο το παλιό τραγούδι της Πασπαλά, μένει μια πίκρα για τον καιρό που πέθανε – μαζί με τον πρώτο πρώτο έρωτα – και η αδημονία του κορμιού που συνεχίζει να πεθαίνει.
photo: Σκηνή από το Sátántangó (1994) του Μπέλα Ταρρ