Νύχτωνε, κι ενώ κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο, κι άφηνε τα αυτιά της να μουλιάσουν στο συνεχές βουητό από την κίνηση της Πειραιώς, παρατήρησε πώς επέπλεε το σκοτάδι στα κίτρινα φώτα της πόλης, σαν ένα βέλος με θάνατο που μουτζουρώνει μια παιδική ζωγραφιά. Αυτή η αντίθεση της φαινόταν σαφώς πιο εξορθολογισμένη, από το απλοϊκό κοντράστ λευκού μαύρου, κυρίαρχο πλέον εργαλείο, σε ένα εξαιρετικά σύνθετο σύμπαν, γεμάτο επίπεδους ανθρώπους. Είδε ένα μηχανάκι που πλησίαζε το φανάρι, δίχως να κόβει καθόλου ταχύτητα, ενώ ταυτόχρονα το τρόλεϊ που έστριβε, παρήγαγε έναν κραδασμό πάνω στα τεντωμένα νεύρα της πόλης που το πότιζαν ηλεκτρισμό, και μια αγέλη από 5-6 αδέσποτα, γρύλιζε με σηκωμένη τρίχα προς τον υπόνομο. Κάποιον αρουραίο έχοντας κεντράρει προφανώς. Άφησε το σύμπαν ελεύθερο. Το μηχανάκι να πλαγιολισθήσει οριακά προς το τρόλεϊ, μα ο οδηγός να το μαζέψει την τελευταία στιγμή και τους μούργους να μουντάρουν το ποντίκι. Τα δονούμενα καλώδια να τη μαχαιρώσουν με νοσταλγία, τα κίτρινα φώτα να την φωτίσουν τρυφερά. Ένα κομμάτι από το σκοτάδι της πόλης, όπως ήταν κι αυτή. Ενώ γύριζε στην γκαλερί αγγίζοντας ελαφρά τον τοίχο, κι ενώ σκεφτόταν αν έκαναν σωστά που εμφάνισαν την παλιά λιθοδομή, από την εποχή του κλωστοϋφαντουργείου, είδε μέσα από το αίθριο, μπροστά από την εγκατάσταση της Αλεξίου, μια κοπέλα με μαντίλα να βαδίζει σταθερά προς τη τζαμαρία. Από πίσω ακουγόταν το βουητό από το γραμμόφωνο που έπαιζε συνεχώς τις κενές αύλακες της 78άρας πλάκας. Αυτό ήταν και το νόημα: Ένα γραμμόφωνο που παίζει μια κενή εγγραφή, ένα σχόλιο για τις κενές ζωές των εργατριών της βιοτεχνίας, ζωές δίχως γεύση, στοιχειωμένες από το δωδεκάωρο, καθημερινό κυνήγι του επιούσιου. Και ο αργαλειός, και τα λανάρια κι ο μηχανισμός που πηγαινόφερνε το στημόνι αυτόματα, κι έπλεκε κουρελούδες, με ακούραστη επιμονή, σαν ένα χαλασμένο παιγνίδι που περιμένει να μείνει από μπαταρία. Ένα απλό, μα ισχυρό εννοιολογικό έργο. Άρεσε στο κοινό, νεαρά ζευγάρια κυρίως ή κοριτσοπαρέες, που εύκολα ταυτίζονταν με την κεντρική σύλληψη της εγκατάστασης. Μια έξυπνη οπτικοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας των αγορών, με αναφορά στην ιστορική υπόσταση του καπιταλισμού όπως διαμορφώθηκε κατά τη βιομηχανική επανάσταση. Το όλον αποκαλυπτόταν με νοητικά άλματα ως ένα βαμπίρ 200 ετών που φανερώνει το γερασμένο του πρόσωπο για πρώτη φορά, καθώς στρέφει για να επιτεθεί. Και οι θεατές ήταν – και μεταφορικά, μα και πολύ περισσότερο, κατ’ ουσία- οι θλιβεροί μάρτυρες αυτής της αποκάλυψης. Η κοπέλα μόλις έφτασε στην εγκατάσταση, έλυσε τα μαλλιά, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε μπροστά στον αργαλειό. Ήταν μουσουλμάνα; Ήταν κάποια από τους ναυαγούς πρόσφυγες από τη Συρία, που είχαν κατασκηνώσει στο Σύνταγμα; Πώς μπήκε, δίχως να την αντιληφθεί; Δεν κατάλαβε. Μόνο τη στιγμή που έκανε να της φωνάξει, ένιωσε να τη σαρώνει όλη η κούραση της μέρας με μιας, και τα πόδια της να γίνονται σαν από λάστιχο. Και τα χείλη της, ξερά. Και το στομάχι της το άκουσε να γουργουρίζει. Θυμήθηκε πως δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα, μες στην ένταση και την αγωνία να στηθούν τα έργα. Και σωριάστηκε στον καναπέ, σχεδόν με ανακούφιση. Όταν συνήλθε σαν από βαθύ ύπνο, τα μάτια της έκαιγαν λες και τα έτριβε όλο το βράδυ. Η κίνηση στην Πειραιώς, είχε πλέον σιγάσει, θα πρέπει να κόντευαν μεσάνυχτα. Η κοπέλα είχε χαθεί. Στην κουρελού, που είχε σταματήσει να αυτοπλέκεται, φαινόταν καθαρά μια σύνθεση με ένα μηχανάκι, ένα τρόλεϊ και μια αγέλη σκύλων. Στην πάνω δεξιά γωνία ακουμπισμένη σε ένα στύλο της ΔΕΗ, κάπνιζε εκείνη αμέριμνη. Το ένα της μάγουλο ήταν κίτρινο. Το άλλο μαύρο. Το γραμμόφωνο έπαιζε στην εκτέλεση της Βέμπο: » – Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα»
από τη συλλογή διηγημάτων «λαϊκά»
photo: Barbara Kruger
Untitled (We have received orders not to move)
1982
Photographic collage
Overall: 177.17 x 120.65 cm (69 3/4 x 47 1/2 in.)
Susan Bay-Nimoy and Leonard Nimoy
Courtesy: Mary Boone Gallery, New York
© Barbara Kruger
Photo: courtesy Mary Boone Gallery, New York