Μια ηλικιωμένη ηθοποιός, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον διευθυντή της κρατικής σκηνής, για να υποδυθεί μια νεκρή ποιήτρια μέσα σε ένα φέρετρο. Ενώ επιφυλάχτηκε ευγενικά -προς ώρας- για την απάντηση, σκεφτόταν αυτά: να υποκρίνεσαι ρόλους σε όλη σου τη ζωή, είναι αυτό ακριβώς, μια στάση ζωής και όχι βέβαια μια στάση θανάτου, που όμως – από την άλλη- είναι εξ ορισμού δεμένος με τη ζωή, ως τέλος και φυσική συνέπεια. Γιατί θα έπρεπε λοιπόν να αρνηθεί; Προσπάθησε να οπτικοποιήσει στο νου της τη σκηνή, όχι δύσκολα είναι η αλήθεια (και τη μάνα της σκεφτόταν νεκρή, και μια φίλη αδερφική, που είχε χάσει πρόσφατα από την επάρατο) όμως τα συναισθήματα που ανακαλούσε – συντριβή, ίλιγγο, μια τρύπα στο στομάχι, έναν ατέρμονο θυμό – ήταν των συγγενών και φίλων, και όχι των νεκρών (πως θα μπορούσε άλλωστε να έχουν οι νεκροί συναισθήματα;) Επομένως δεν υπήρχε κάτι να υποδυθεί, ή μάλλον υπήρχε, έπρεπε να παραστήσει το ξύλο, το ύφασμα, τα (κομμένα) λουλούδια, τα αντικείμενα, δηλαδή τη νεκρή φύση.
– Θα δεχόμουν μόνο αν ήμουν πεπεισμένη – εκ των πρoτέρων- ότι η ύπαρξη εκτείνεται πέραν τούτου του ορίου, ότι υπάρχει -τρόπον τινά- ζωή μετά, αποφάνθηκε. Να χω στο νου μου ότι, μόλις πέσει η αυλαία θα σηκωθώ και θα βαδίσω ξανά! Μίλησε στην αρχή με τον πνευματικό της – παλιό της φίλο από τη Σχολή του Κουν που με τα χρόνια, ακολούθησε έναν πολύ διαφορετικό δρόμο – που τη διαβεβαίωσε γι αυτό πέραν κάθε αμφιβολίας (άλλωστε δίχως τούτη την υπόσχεση, ποιό θα ήταν το νόημα μιας οποιασδήποτε θρησκείας έναντι ενός ενεργού ουμανισμού;) Μίλησε έπειτα με τον γιατρό της, έναν ικανό ρευματολόγο με τον οποίον ήταν συμμαθητές από το Γυμνάσιο. Της είπε: – Μηλίτσα μου, αν δεν υπάρχει – ένα αξιοπρεπές – μετά, ποιος ο λόγος να υπομένουμε όλα αυτά; (εννοώντας διακριτικά τα ρευματικά της, τους πόνους στις αρθρώσεις και τη δυσκαμψία, που την ταλαιπωρούσαν όλο και περισσότερο μετά την εμμηνόπαυση.) Ο σύζυγός της, κατηγορηματικά αντίθετος, την προέτρεψε να δεχθεί μια άλλη πρόταση: να κάνει για μια ακόμη φορά την Μπλανς Ντυμπουά, ρόλο που της προσέφερε ένας νεαρός ταλαντούχος σκηνοθέτης, που σκηνοθετούσε τα κλασσικά έργα, πρωτοποριακά. Με πίκρα εκείνη διαπίστωσε ότι, όσο κι αν καλοκρατιόταν, πήγαιναν 25 χρόνια από την τελευταία φορά που έπαιξε την Μπλανς, στο «Λεωφορείο ο Πόθος». Παρόλα αυτά, αποδέχτηκε την πρόταση – της άρεσε να το βλέπει σαν μια νίκη του Έρωτα επί του Θανάτου – αρνούμενη την νεκρή ποιήτρια και τα διλλήματά της. Έκαμε έτσι ξανά, ακόμη μια μεγάλη θεατρική επιτυχία.
Μερικά χρόνια αργότερα (όχι και πολλά) σε ένα παρεκκλήσι του πρώτου νεκροταφείου, κι ενώ η σωρός της εκτίθετο «δια τελευταίον ασπασμόν», «αντιλήφθηκε» το κοσμικό της εναιώρημα σαν μια πηχτή μάκα λάσπης μέσα σε ένα διαυγές, χρυσόχροο υγρό (σαν μια καλλιέργεια ούρων, πες, για την διάγνωση κάποιας ουρολοίμωξης.) Δύο πράγματα συνειδητοποίησε μεμιάς: α) Τι κρίμα που είχε αρνηθεί εκείνο το ρόλο της ποιήτριας! Θα είχε την ευκαιρία να μελετήσει περισσότερο επί του θέματος και να’ ναι τώρα προετοιμασμένη! και β) Ο κόσμος γύρω, της φαινόταν ασφυκτικά καθαρός και ευωδιαστός, όμως εκείνη «αισθανόταν» βρώμικη. Για αυτό και – παραμερίζοντας, παιδιά, εγγόνια, τη νύφη της που μυξόκλαιγε ψεύτικα, και το σύζυγο, που έδειχνε πραγματικά συντετριμμένος – αγωνίστηκε να ελέγξει και να οδηγήσει την εκτοπλασματική ουσία της προς τη θάλασσα (επιθυμώντας να αποδεχθεί την πύκνωση της αρμύρας, σε ένα λειτουργικό σώμα – αντικαταστάτη, και το βαρύ νερό ως ένα σαρκικό καθαρτήριο). Θλιβερό, που ενόσω άπλωνε τη μεμβράνη της στο μόλο, δίπλα στη βαρκούλα «Στεναγμός», ένα κοπάδι αφρόψαρα την διεμβόλισε, διαρρηγνύοντας αμετάκλητα τη συμπάγειά της, στέλνοντας τις συνάψεις της να ζευγαρώσουν για πάντα με το εποχικό πλαγκτόν.
“The rest of my days I’m going to spend on the sea. And when I die, I’m going to die on the sea. You know what I shall die of? I shall die of eating an unwashed grape. One day out on the ocean I will die–with my hand in the hand of some nice looking ship’s doctor, a very young one with a small blond moustache and a big silver watch. «Poor lady,» they’ll say, «The quinine did her no good. That unwashed grape has transported her soul to heaven.” – Blanche DuBois
― Tennessee Williams, A Streetcar Named Desire
photo: Liv Ullman in Persona (detail)
1966
Director: Ingmar Bergman
Silver gelatin print