…η ψυχή μου, για πάντα

liv-ullman-from-persona-ingmar-bergman-1966-web1.jpg        Μια ηλικιωμένη ηθοποιός, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον διευθυντή της κρατικής σκηνής, για να υποδυθεί μια νεκρή ποιήτρια μέσα σε ένα φέρετρο. Ενώ επιφυλάχτηκε ευγενικά -προς ώρας- για την απάντηση, σκεφτόταν αυτά: να υποκρίνεσαι ρόλους σε όλη σου τη ζωή, είναι αυτό ακριβώς, μια στάση ζωής και όχι βέβαια μια στάση θανάτου, που όμως – από την άλλη- είναι εξ ορισμού δεμένος με τη ζωή, ως τέλος και φυσική συνέπεια. Γιατί θα έπρεπε λοιπόν να αρνηθεί; Προσπάθησε να οπτικοποιήσει στο νου της τη σκηνή, όχι δύσκολα είναι η αλήθεια (και τη μάνα της σκεφτόταν νεκρή, και μια φίλη αδερφική, που είχε χάσει πρόσφατα από την επάρατο) όμως τα συναισθήματα που ανακαλούσε – συντριβή, ίλιγγο, μια τρύπα στο στομάχι, έναν ατέρμονο θυμό – ήταν των συγγενών και φίλων, και όχι των νεκρών (πως θα μπορούσε άλλωστε να έχουν οι νεκροί συναισθήματα;) Επομένως δεν υπήρχε κάτι να υποδυθεί, ή μάλλον υπήρχε, έπρεπε να παραστήσει το ξύλο, το ύφασμα, τα (κομμένα) λουλούδια, τα αντικείμενα, δηλαδή τη νεκρή φύση.
– Θα δεχόμουν μόνο αν ήμουν πεπεισμένη – εκ των πρoτέρων- ότι η ύπαρξη εκτείνεται πέραν τούτου του ορίου, ότι υπάρχει -τρόπον τινά- ζωή μετά, αποφάνθηκε. Να χω στο νου μου ότι, μόλις πέσει η αυλαία θα σηκωθώ και θα βαδίσω ξανά! Μίλησε στην αρχή με τον πνευματικό της – παλιό της φίλο από τη Σχολή του Κουν που με τα χρόνια, ακολούθησε έναν πολύ διαφορετικό δρόμο – που τη διαβεβαίωσε γι αυτό πέραν κάθε αμφιβολίας (άλλωστε δίχως τούτη την υπόσχεση, ποιό θα ήταν το νόημα μιας οποιασδήποτε θρησκείας έναντι ενός ενεργού ουμανισμού;) Μίλησε έπειτα με τον γιατρό της, έναν ικανό ρευματολόγο με τον οποίον ήταν συμμαθητές από το Γυμνάσιο. Της είπε: – Μηλίτσα μου, αν δεν υπάρχει – ένα αξιοπρεπές – μετά, ποιος ο λόγος να υπομένουμε όλα αυτά; (εννοώντας διακριτικά τα ρευματικά της, τους πόνους στις αρθρώσεις και τη δυσκαμψία, που την ταλαιπωρούσαν όλο και περισσότερο μετά την εμμηνόπαυση.) Ο σύζυγός της, κατηγορηματικά αντίθετος, την προέτρεψε να δεχθεί μια άλλη πρόταση: να κάνει για μια ακόμη φορά την Μπλανς Ντυμπουά, ρόλο που της προσέφερε ένας νεαρός ταλαντούχος σκηνοθέτης, που σκηνοθετούσε τα κλασσικά έργα, πρωτοποριακά. Με πίκρα εκείνη διαπίστωσε ότι, όσο κι αν καλοκρατιόταν, πήγαιναν 25 χρόνια από την τελευταία φορά που έπαιξε την Μπλανς, στο «Λεωφορείο ο Πόθος». Παρόλα αυτά, αποδέχτηκε την πρόταση – της άρεσε να το βλέπει σαν μια νίκη του Έρωτα επί του Θανάτου – αρνούμενη την νεκρή ποιήτρια και τα διλλήματά της. Έκαμε έτσι ξανά, ακόμη μια μεγάλη θεατρική επιτυχία.
Μερικά χρόνια αργότερα (όχι και πολλά) σε ένα παρεκκλήσι του πρώτου νεκροταφείου, κι ενώ η σωρός της εκτίθετο «δια τελευταίον ασπασμόν», «αντιλήφθηκε» το κοσμικό της εναιώρημα σαν μια πηχτή μάκα λάσπης μέσα σε ένα διαυγές, χρυσόχροο υγρό (σαν μια καλλιέργεια ούρων, πες, για την διάγνωση κάποιας ουρολοίμωξης.) Δύο πράγματα συνειδητοποίησε μεμιάς: α) Τι κρίμα που είχε αρνηθεί εκείνο το ρόλο της ποιήτριας! Θα είχε την ευκαιρία να μελετήσει περισσότερο επί του θέματος και να’ ναι τώρα προετοιμασμένη! και β) Ο κόσμος γύρω, της φαινόταν ασφυκτικά καθαρός και ευωδιαστός, όμως εκείνη «αισθανόταν» βρώμικη. Για αυτό και – παραμερίζοντας, παιδιά, εγγόνια, τη νύφη της που μυξόκλαιγε ψεύτικα, και το σύζυγο, που έδειχνε πραγματικά συντετριμμένος – αγωνίστηκε να ελέγξει και να οδηγήσει την εκτοπλασματική ουσία της προς τη θάλασσα (επιθυμώντας να αποδεχθεί την πύκνωση της αρμύρας, σε ένα λειτουργικό σώμα – αντικαταστάτη, και το βαρύ νερό ως ένα σαρκικό καθαρτήριο). Θλιβερό, που ενόσω άπλωνε τη μεμβράνη της στο μόλο, δίπλα στη βαρκούλα «Στεναγμός», ένα κοπάδι αφρόψαρα την διεμβόλισε, διαρρηγνύοντας αμετάκλητα τη συμπάγειά της, στέλνοντας τις συνάψεις της να ζευγαρώσουν για πάντα με το εποχικό πλαγκτόν.

“The rest of my days I’m going to spend on the sea. And when I die, I’m going to die on the sea. You know what I shall die of? I shall die of eating an unwashed grape. One day out on the ocean I will die–with my hand in the hand of some nice looking ship’s doctor, a very young one with a small blond moustache and a big silver watch. «Poor lady,» they’ll say, «The quinine did her no good. That unwashed grape has transported her soul to heaven.”  – Blanche DuBois
― Tennessee Williams, A Streetcar Named Desire

photo: Liv Ullman in Persona (detail)
1966
Director: Ingmar Bergman
Silver gelatin print

Μπάσης και στροφορμή

 

nugent-drawing-gumby-web

Ενώ κατερχόταν από την πλαγιά του Λόφου των Αξιωματικών, η ημιξεφούσκωτη λαστιχένια μπάλα, ακουγόταν ένα πλαφ πλαφ κάθε που έβρισκε λακκούβες με νερό, και άλλαζε κατεύθυνση, διατηρώντας πάντα την τροχιά της παραβολική, αλλά με βεληνεκή, που γίνονταν όλο και μεγαλύτερα, σαν όροι μιας αύξουσας γεωμετρικής προόδου. Ο ιδιοκτήτης της, Λαζάρου Αναστάσιος του Νικόλαου, απόλυτος φύτουλας και παππαδάκι, με γυαλιά σαν του Ωνάση κι ένα φρέσκο σπυράκι στο μεσόφρυδο, έχοντας προσφάτως συνέλθει από την καθημερινή πρωινή, αμαρτωλή του δραστηριότητα, στεκόταν στην κορφή απελπισμένος και έβριζε μέσα του, θεούς και δαίμονες, που μια φορά είπε να δοκιμάσει μια κατεβασιά μόνος του, και του πήρε ο διάολος και η βαρύτητα την μπάλα, οι δε οδηγοί των διερχόμενων οχημάτων έβριζαν τον ίδιο που έχασκε σαν χάνος στη μέση του δρόμου. Η μπάλα ενώ, σχεδόν μαγικά, την έβγαζε καθαρή σε κάθε διασταύρωση, στην προτελευταία πριν τη λεωφόρο, αλλάζοντας αλγόριθμο με μια εντυπωσιακή γκέλα στο αριστερό πεζοδρόμιο,  σχεδόν υπερπήδησε ένα φορτηγό ψυγείο με σκανδιναβικούς μπακαλιάρους που είχε αρχίσει διαδικασίες παρκαρίσματος, αν και τελικώς δεν τα κατάφερε, αφού βρήκε ξυστά στη θυρίδα του εξαερισμού, ανακόπηκε η ορμή της και κατευθύνθηκε  προς μια γύφτικη τέντα στο εγκαταλελειμμένο αγκιναροχώραφο του Μπούρχα, όπου και προσέκρουσε γλιστρώντας κατά μήκος του μουσαμά με έναν ήχο απόλυτης εγκατάλειψης και στωικότητας που δεν θα τον περίμενε κανείς από μια τέτοια λαϊκή μπάλα (κρίνοντας από το χρυσαφί της χρώμα, με τις φούξια λεπτομέρειες) Φαίνεται πως η φιλοσοφική αναζήτηση του «είναι και του γίγνεσθαι» πυροδοτείται στα θεμελιώδη ερωτήματα περί ζωής και θανάτου,  ακόμη και για τα άψυχα αντικείμενα. Δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η στροφή προς τους στωικούς από την πλευρά της μπάλας, ακριβώς την στιγμή που εξερχόταν από την τέντα ένας δίμετρος γύφτος με τσιγκελωτό μουστάκι και γυμνό στέρνο φορτωμένο χρυσές καδένες,  που απολάμβανε προφανώς την μεσημεριανή του κυριακάτικη ραστώνη, την ώρα που τον λάπαξε η μπάλα κατά την σύγκρουσή της με την τέντα. Κραδαίνοντας ένα επαγγελματικό ξυράφι ξυρίσματος, δίκαμο με αλαβάστρινη λαβή, που θα το ζήλευε κάθε αξιοπρεπής μπαρμπέρης, μακέλεψε την μπάλα με δύο ξυραφιές και την έστειλε στην αιωνιότητα, να συναντήσει τους στωικούς, ενώ ταυτόχρονα έψαχνε μανιασμένα να βρει τον μπάσταρδο ιδιοκτήτη. Η ματαιότητα, η συνθήκη της απώλειας, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης λειτούργησαν συγχρόνως για τον Τασούλη, ο οποίος δίχως δεύτερη σκέψη,  άρχιζε να σφυρίζει, κάνοντας πως κοιτάει αδιάφορα προς το όρος Αιγάλεω, με τα χέρια στις τσέπες.   Την ίδια στιγμή το φορτηγό με τους μπακαλιάρους, κι ενώ ο οδηγός τραβούσε χειρόφρενο,  έβγαλε έναν ανατριχιαστικό ήχο σαν μπουρού ψαρόβαρκας ενισχυμένη από μια υπερκόσμια μικροφωνική, και το νορβηγικό αλιευτικό που ήταν ζωγραφισμένο στο πλάι του, φάνηκε να χώνεται με την πρύμνη  στο φιλόξενο φιόρδ,  διαταράσσοντας την αντανάκλαση του φεγγαριού στο νερό. Από την τέντα πρόβαλε μια έφηβη γυφτοπούλα σαν σταχτί ελάφι με ένα μίνι τσιτάκι δύο νούμερα πιο στενό της, στα χρώματα της μπάλας.  Τα μάτια της που έπεσαν κατευθείαν στον αυτουργό, είχαν περίεργη επίδραση πάνω του: πρώτα άναψαν τα μάγουλά του, έπειτα άρχισε να παλαντζάρει επικίνδυνα, τέλος πεδικλώθηκε άγαρμπα κι άρχισε να κουτρουβαλάει κι αυτός το λόφο, όπως η μπάλα, δίχως γκέλες και βεληνεκή, προς την κατεύθυνση του θεϊκού οράματος. Ενώ γυρόφερνε αιτιοκρατικά και η γωνιακή του ταχύτητα αυξανόταν σκέφτηκε πως α) αν ήταν χορευτής στον πάγο, θα άνοιγε τα χέρια του για να αυξηθεί η ροπή αδράνειας και να μειωθεί η ταχύτητα, ώστε να διατηρηθεί η στροφορμή, β) ούτε στον πάγο ήταν, ούτε χορευτής, ούτε η συνισταμένη των ροπών ήταν μηδενική, άρα μάλλον θα κατέληγε να τον πατήσει κάποιο αμάξι, ή στην καλύτερη να τον μαυρίσει στο ξύλο ο μπαμπάς της Ποκαχόντας, και γ) όπως και να χε, είχε μόλις ερωτευτεί,  κι είχε όλη τη ζωή μπροστά του να το απολαύσει! Μέχρι να ολοκληρώσει το συλλογισμό είχε κιόλας βρει στα λάστιχα του φορτηγού από το κόκπιτ του οποίου ακουγόταν μια σύνθεση του Νικολόπουλου, που τραγουδούσε ο Μπάσης: καράβι το φεγγάρι, στο σώμα κύλησε… Καθώς βυθίζονταν εκστατικός στη χαύνωση του έρωτά του – τόσο που νόμιζε ότι το τραγούδι ακουγόταν για αυτόν – και όντας σχεδόν τυφλός, αφού τα γυαλιά έσπασαν στην πρώτη λακκούβα-  ίσα που αισθάνθηκε τη λωρίδα του γύφτου που τον περιέλαβε σαν μπακαλιάρο κάτω από το βόρειο σέλας, και μέσα σε ένα πεντάλεπτο τον είχε κάνει παστό δίχως το αλάτι.

σκίτσο: Richard Bruce Nugent
Drawing from Alexander Gumby’s scrapbook
1920s
Ink on paper Alexander Gumby Collection of Negroiana, Rare Book and Manuscript Library, Columbia University

(τι χρωστώ στην) Εθνικής Αντιστάσεως

Hundenacht-Gundula-Schulze-Eldowy-full.jpg

Στην απόγνωση που λειαίνεται τα Σάββατα
– με ελάχιστα φράγκα μα πολλές δαγκωνιές –
το παλιό μας σκοτάδι εξηγείται:
είναι ένα πηγάδι αδρανούς φωτός,
που βαθαίνει ακυβέρνητο/

Γενναίε Ακρίτα,
των ενδογενών μου συνόρων,
για πότε μεγάλωσες;

Πώς και δεν είσαι ακόμη,
ένα νήπιο με βρεγμένα καλτσάκια,
απόδετο/
που στο αρχαίο νεκροταφείο της Λειψίνας καθέλκυε/
σαν μπαλόνι ξεφούσκωτο/
του χρόνου τη λάσπη;

Στα οστά που σιωπούν,
ψιθυρίζει ο ήλιος ένα γοερό καλωσόρισμα,
κι ακόμη διακρίνονται,
οι αποθήκες των ανθρώπων
που εκβλασταίνουν/
καθώς η ζωή εξοντώνεται,
μια μυωπική εικόνα από ενδεχόμενα μέλλοντα,
εστιάζει.

Σ’ αυτές τις ίδιες στάχτες
θα συνεχίσεις να γερνάς
και να ανθίζεις/


16299435_10155001266073874_2409253128671307433_n.jpg

photos: Gundula Schulze Eldowy –

α) Margarete Dietrich – Berlin 1979, aus der Serie «Berlin in einer Hundenacht»  

β) o. T., Berlin 1982, 50 x 60 cm, Gelatine Silver Print, aus: Mappe «Zeit an Zeit», erschienen 1989 mit insgesamt 20 Fotos aus den Jahren 1979-89