Τις νύχτες
στηλιτεύω τη βύθιση του χρόνου με ένα χάλκινο βυθόμετρο
έπειτα ξεκουράζομαι στα αγκάθια του,
κι ας αιμορραγώ/
Ο χρόνος δεν έχει χέρια
κι όταν ανακρίνεται,
διστάζει πάντα
-ως ψευδομάρτυρας-
να πάρει το μέρος μου/
Για αυτό
όσο κι αν τους περιμένω,
στο τέλος οι επισκέψεις τους είναι βουβές,
ή όταν μιλούν,
ακούγεται το τρέξιμο των φαύνων στα υγρά φύλλα
και μια μεθυσμένη πεταλούδα
αναρχοπατεί
με γόβες
τη στιγμή της στέψης της.
Ξέρω,
οι νύχτες τους, φυτρώνουν μες στις σκοτεινές ιτιές
και στα αγριοκυπάρισσα
-μια καθ’ ύψος ανάπτυξη
πικρή,
σαν αφηρημένο χάδι-
μα το πέρας τους είναι ένα όριο
που δε σέβεται τη λήθη:
αραδιάζει φλύαρα τα άστρα
στα άκρα της συγκίνησης/
Οι αγκαλιές τους που βαθύνονται,
-ανήμπορες παρόλα αυτά-
θα χαθούν με το πρώτο φως
σαν έκπληκτα ποντίκια._
ΚΛ – 27/11/2017
photo: Walker Evans – West Virginia Living Room, 1935
Μήνας: Νοέμβριος 2017
των κεκοιμημένων
(ελάχιστη παρηγορία για τον κατακλυσμό)
Ακόμη κι η βροχή, είναι ένα πέπλο ωραιότητας/
οδηγεί τις ανέστιες συνιστώσες σας
προς μιαν αδύναμη κορύφωση,
προς τα Aνθεστήρια*
της νεότητας,
όπου η ψίχα σας είναι ακόμη λευκή,
υπό το βάρος του ατέρμονος χρόνου/
ίσως η εκβολή της
-που σας άρπαξε ζεστούς, γεμάτους όνειρα –
να μην ήταν παρά ένα κρυστάλλινο σύννεφο,
που δακρύζει το φως του προς τα μέσα,
κι όλη εκείνη η λάσπη,
να ήταν απλώς,
ένα λάθος του ζωγράφου/
όπως κάποτε η Μπέρτ Μοριζό,
χρειάστηκε να περιφρονήσει τις ώχρες για το φανταχτερό βιρίντιαν,
όμως εκείνες επίμονες επέστρεφαν,
σαν να ήθελε η ίδια η γη να τις ξεβράσει/
παρόλα αυτά, τέτοιες ψυχές,
σφραγισμένες στο χώμα τους,
δεν παραδίδονται εύκολα
δίχως μάχη._
ΚΛ – 23/11/2017
εικόνα: Paysage à Gennevilliers, 1875 – Berthe Morisot
των άχρονων πόλεων/ per aspera ad astra
Όπως μετράω με τις λέξεις το διάφανο στερέωμα,
κι ένα χρυσό κολεόπτερο αναδιατάσσει τα άστρα,
η Ιαλυσός ξημερώνει στη βροχή,
και τα όμβρια συλλέγονται
σε εκατό πηγάδια,
στο μέλαν κτήμα/
Αθέατη σαρώνει,
-ένα φάντασμα-
τα ματωμένα σάβανα των Σεφαραδιτών,
η μεσοσπορίτισσα,
ενώ στο Ιάσιο ένας έφηβος με σκάρτο ημιμύστακα,
συναντά τον γέροντα εαυτό του,
έξω απ’ το κρατικό τυπογραφείο
όπου τυπώνεται
ο Χάρτης του Αγώνος.
Τη στιγμή της ύστατης ανάσας,
η ζωή του εσωρήγνυται,
καθώς
μολις αντίκρυσε το πέρας του κύκλου/
Όλα τα μυρμήγκια της Μοσούλης
προσκυνούν ταυτόχρονα,
προς τη Μέκκα των μυρμηγκιών,
την ώρα που ξυπνάει ο ήλιος στην Πιονγιάνγκ/
Κι όπου στην πλάση κι αν ενδυμούν ερωτιδείς ναυτίλοι,
αναβοσβήνουν στα σπλάχνα τους
σπειροειδείς,
οι αρμονίες του φ.
Ο κόσμος μάς αποκαλύπτεται
σαν μια ξινή φέτα λεμόνι/
Τέτοια είναι η δίψα για τη γεύση της,
που δεν μας κοστίζει σε τίποτα να καταπιούμε
πως
-στο άχρονο και βουβό άπαν-
αεί
Ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί/
Αρκεί να μην ασχοληθούμε,
περαιτέρω/
ΚΛ – 10/11/2017
image: The Ancient of Days (1794)
Watercolor etching by William Blake
ονειροπόληση
Χωράει ενίοτε και κάποια
ονειροπόληση,
όσο κι αν η φτώχεια
μάς μοιάζει αμετάκλητη,
με ρούχα
που μυρίζουν ασπρόξυλα
και φτηνό κρασί/
Πίσω απ’ τα ματόκλαδα των κοριτσιών
που ανοιγοκλείνουν αμήχανα,
ή μέσα σε τούτο το πρωί που μεγαλύνεται,
καθώς το καλοκαίρι
γλιστράει από κάτω μας
σαν βαριά μολυβένια μπάλα,
και συνθλίβει όλους
τους χειμώνες.
Χωράει ακομη και η ευωδιά
των ασπαλάθων,
και το αναιδές τους κίτρινο
αν έστω για μια στιγμή υποδυθούν,
τα χρυσάνθεμα των σκουπιδιών/
Μια άγκυρα επιβίωσης,
αυτή η διαρκής ακυρωτική συνθήκη
του ενεστώτα χρόνου/
ΚΛ – 08/11/2017
photo: Bill Culbert
Small glass pouring Light, France
1997
Silver gelatin print, edition of 25
40.5 × 40.5 cm
Courtesy the artist and Roslyn Oxley9 Gallery, Sydney and Hopkinson Mossman Gallery, Auckland
εγκιβωτισμός XVII/ η αναγκαιότητα της έκτασης
Ενώ η πόλη εξαφανίζεται σα μια σταγόνα οινοπνεύματος που στεγνώνει στον ήλιο, τα δέντρα του αυλόγυρου – φτελιές και κουμαριές, κλαίουσες, ευκάλυπτοι και εκατοντάδες πεύκα – συνεχίζουν να τεντώνονται. Αμυδρά ακούγονται οι ρίζες τους που μηχανοδηγούν τους κορμούς, κι οι προστριβές τους με την υγρασία, όπως σπιθίζουν άτακτες στα παρτέρια, σχεδόν οπτικοποιούνται. Για τούτο το μέρος, τα δέντρα είναι άνθρωποι, κι οι άνθρωποι – όσο κι αν καθηλωμένοι- υπάρχουν εκτατικά (και επεκτατικά) και ως προς τον χώρο και ως προς το χρόνο. Για αυτό κι όταν τιμωρούνται απ’ τις δομές, περιορίζονται στο χώρο (ενώ ο χρόνος συχνά, τους αφαιρείται εντελώς). Αυτή η εκτατική στέρηση, που υφίσταται αυτοδύναμη – είτε ως πράξη, είτε ως απειλή – και που αυτονόητα, καθόλου δεν σωφρονεί, πάρα διαβρώνει την αρχιτεκτονική, τη φόρμα, την υφή και την ουσία μας, θυμίζει τα μεταλλικά προπλάσματα που επέβαλαν στις εκπαιδευόμενες γκέισες – μάικο, από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να εμποδιστεί η ανάπτυξη των πελμάτων τους και να διατηρηθούν λωτόσχημα και μικροσκοπικά. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πέλμα σα φουχτίτσα μωρού παιδιού για κάθε πόδι που χωρούσε μια χαρά στα κομψά ξυλοπάπουτσα (και αφόρητοι ισόβιοι πόνοι.) Λίγα πράγματα – ακόμη και στην ίδια την φύση, που είναι αυθύπαρκτα σκληρή – μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμα μιας τέτοιας στρέβλωσης. Έτσι, ακόμη και με την αρνητική ισχύ της διάψευσης – που θα ’λεγε κι ο Πόπερ – προκύπτει και πάλι το προφανές: η ελευθερία είναι μια έννοια ταυτοτική της έκτασης… Δίχως έκταση, δίχως χρόνο, δίχως λίγο ουρανό, σας βλέπω κι εγώ που επισκέπτεστε με περιοδικότητα φίλους και συγγενείς, και η κίνησή σας με υπνωτίζει. Σας θεωρώ ελεύθερα δέντρα, δρομείς. Θέλω να ταξιδέψω μαζί σας, να εκτιναχτώ, ένα κυπαρίσσι με ρίζες αντιβαρύτητας. Το ίδιο ζηλεύω τα τρέιλερ των νοσοκόμων με τα εργαλεία που πάνε κι έρχονται, τα λουλούδια και τα σοκολατάκια που αλλάζουν χέρια, κάτι βυσσινάδες που μεταφέρουν σε πλαστικές σακούλες σουπερμάρκετ οι γηραιότεροι, ενώ τα μάγουλα αναψοκοκκινίζουν και τα χαμόγελα ταξιδεύουν αλληλοδραστικά πάνω στα δάκρυα, από πρόσωπο σε πρόσωπο. Ακόμη και η ροή των υγρών μέσα στις σύριγγες, άλλοτε προς τον απελεύθερο αέρα κι άλλοτε προς εκείνο το γουστόζικο γλουτιαίο μυ, γίνεται μια ακόμη ηδεία απόδραση. Ο χώρος τα δέχεται όλα και τα καταπίνει ή τα αναπαράγει, ο χώρος γεννά την ελευθερία που υπόσχεται… Δεν μου απομένουν παρά λίγες μέρες σε τούτο το καθεστώς. Γι’ αυτό δε θα μακρηγορήσω. Με νύχια και με δόντια θα πρέπει να διεκδικήσουμε το χώρο μας. Γέρικα δέντρα όπως καταλήξαμε κι ακίνητα, ας διατάξουμε τουλάχιστον τις ρίζες μας ώστε να αναζητούν όλο και πιο μακριά, το αφράτο χώμα._
ΚΛ – 02/11/2017 – XVII. η αναγκαιότητα της έκτασης/ εγκιβωτισμοί
photo: Alfred Stieglitz (American, 1864-1946)
Georgia O’Keeffe: A Portrait (9)
probably around 1921
Photograph, gelatin silver print
Gift of Alfred Stieglitz
Photograph: © Museum of Fine Arts, Boston