μέντιουμ

Η ζωή είναι σαν το βούτυρο στον ήλιο,
μα κάθε που σε συναντώ
αγωνίζεσαι να τη διαβάσεις
ανάποδα• 
αρχίζεις πάντα μ’ ένα σίγμα τελικό
και καταλήγεις
με τη προσφώνηση
«σας καλημέρα»

Έπειτα γδύνεσαι,
και τα ρούχα σου μυρίζουν
χελιδόνια•
μάνες και βρέφη που σκυλοπνίγονται
δεμένα σε φουσκωτά,
ή τα παιδιά που άφησε πίσω του εκείνος ο φίλος
και πώς θα μεγαλώσουν τώρα
ορφανά•
τέλος,
αυτή την ίδια, την ανάποδη ζωή μας,
που την πάει και τη φέρνει
η αναξιοπρεπής
καθημερινότητα.

Οι πτήσεις που επιχειρείς
περιέχουν την υπέρβαση
μιας φύσης που έλκεται
απ’ το χώμα
ή τις τυχαίες συναντήσεις
με άλλα πετεινά•
αγγέλους επιρρεπείς στα ανθρώπινα
ή εκνευρισμένα
πετροχελίδονα
ή ακόμη
κι αυτές, τις σιωπηλές ψυχές
που πάνω τους κοιμούνται
οι φωνές,
κάπως λεπτές
και σπασμένες απ’ τα παράσιτα•
σαν ένα μακρινό τηλεφώνημα
από μια παλιά μαγνητική γραμμή.

Έτσι περνάμε και δεν ξέρω πού να σ’αποθέσω•
ένα τέτοιο μέντιουμ που κατέληξες
ανέστιο
κι αλλοπρόσαλλο._

ΚΛ – 25/06/2018

 

 

photo: Sean Hudson
New York Subway 1975
1975
Silver gelatin print
25.40 x 38.40 cm
Collection: National Galleries of Scotland
Presented by Robin Gillanders
© Sean Hudson

ημερολόγιο καταστρώματος

Θα ζητιανέψουμε κάποτε
απ’ τα παιδιά μας, περιεχόμενο•
θα ‘ναι χειμώνας και το κορμί μας
θα έχει γίνει πια μια φορεσιά•
μ’ αυτή θα μπαινοβγαίνουμε στα όνειρα,
και θα γεμίζουμε τις τσέπες τους
με καραμέλες
και μελαγχολικά φαντάσματα.
– Καλώς σας βρήκα, θα τους λέμε,
– Πώς και χορτάσατε ζωή,
σε τόσο νεαρή ηλικία;
Κι όλο θα σκοντάφτουμε σε μπιμπερό,
στις βόλτες στα πάρκα με λιακάδα,
στο πρώτο τους κινητό•
ή σ’ όλα αυτά τα «πρώτα»,
που δε θα μάθουμε ποτέ.
Γύρω μας η θάλασσα θα κοιμίζει
και τους ανθρώπους και τα ψάρια της,
μ’ ένα αντιμάμαλο νωθρό και σκόρπιο
σα στίξη ηπατική•
μα εκείνα θα πετούν ελεύθερα
και συμπαγή,
εκτός του πλού μας,
ένα σμήνος ψαρόνια σε σχηματισμό
δακρυόσχημης ατράκτου•
και τα ταξίδια τους θα είναι οι μάρτυρες
του χρόνου που μας γδέρνει•
όλες οι ξυραφιές τους
θα φέγγουν ανεξίτηλες στο φτέρωμα,
σαν ένα Ημερολόγιο Καταστρώματος
που γράφεται μ’ αυτόματη γραφή•
σχολικές γιορτές
και παιδικά γενέθλια με τον κλόουν Πίπη•
ένα αναμμένο μαγουλο που άχνιζε αλάτι
ή όλα τα ιώδη σάρκινα άνθη
που – ως εδώ – δεν κορφολογήθηκαν•
τίποτα δε θα παραλείπεται
δίχως κανένα έλεος•
διότι η λήθη
είναι ένα πρόβατο
που βυζαίνει μ’ αφοσίωση,
τη μάνα – λύκαινα
που το κατασπαράζει._

ΚΛ – 19/06/2018

photo: Alfred G. Buckham (1879 – 1956)
R100
c. 1920
Silver gelatin print
38.50 x 46.00 cm
Collection: National Galleries of Scotland
Purchased with the assistance of the Art Fund 2008
© Richard and John Buckham

ματαιοδοξία

Μια ποίηση που τελεσιδικεί
είναι μια ποίηση δίχως αρχή και τέλος•
που ζει μες στη στιγμή
όπως μια φράση του Σπινόζα ή ένα περαστικό ταξίμι 
σε έναν άταστο τζουρά•
που ‘χει το ντέρτι μα έχει και τον οίστρο της,
να φεύγει σαν απαιτηθεί,
οριστικώς κι αμετακλήτως•
διαυγής και νεαρά•
να μη σαπίζει από τη μια
κι ανθεί από την άλλη•
κι ας αστράφτουν άνωθεν
οι υπέρτιτλοι,
πιο ματαιόδοξοι
κι από τον ίδιο της
τον ποιητή._
ΚΛ – 16/05/2018

photo: Eugene Clutterbuck Impey (1830-1904)
Riding Camel with trappings. The figure on foot is a Rajpoot Thakoor
1858-65
Albumen print
15.4 x 20.4 cm
Collection: National Galleries of Scotland
Gift of Mrs. Riddell in memory of Peter Fletcher Riddell, 1985

πλάγιος του τετάρτου

Σιγά σιγά συνηθίζεις,
ολόκληρα δέντρα που φέρνουν στον ύπνο σου
κι η αναπνοή τους μυρίζει κατουρημένο χώμα,
ή τα ακίνητα σύννεφα,
ή την ξερή τους γλώσσα που δεν πίνει πιά•
μερικές σκέψεις που δεν πρόλαβαν να τις σκεφτούν,
και τώρα εκρήγνυνται
σαν αδιαβροχοποιημένα λεπιδόπτερα,
τη λεπτόρροη σκόνη τους
που πυροδοτεί τις αλλεργίες/
αχ, αυτόν
το χρόνο που πυροβολεί πριν να ρωτήσει•
έπειτα το δυσκολότερο:
την ταυτόχρονη υπήχηση των φθόγγων
ΔΙ και ΝΗ,
κατά το ισοκράτημα στον ήχο πλάγιο του τετάρτου
από τον Παναγιώτη Μπουραντά,
δεξιό ψάλτη των Δώδεκα Αποστόλων,
ένα όνειρο πριν
της Σταυροπροσκυνήσεως•
δύο σταχτιά καβούρια που είχαν αρπαχτεί
απ’ τα βικτωριανά μουστάκια του
και το γέλιο του που τράνταζε
το νεκροτομείο/
είκοσι χρόνια πια
πνιγμένος._

ΚΛ – 16/06/2018

photo: Evelyn George Carey (1858 – 1932)
The Forth Bridge. Two Seated Men Raising a Boy up to Demonstrate the Cantilever Principle
September 17th 1885 (print by Michael and Barbara Gray 2007)
Digital inkjet print from negative
46.40 x 58.00 cm
© National Records of Scotland

Οδησσός

Ανυπόμονο
το σπίτι μάς περίμενε,
κι οι πασχαλιές μας είχαν ξανά ανθοφορήσει,
παρότι δώδεκα βήματα από το πάτημα της θάλασσας,
η λεωφόρος
έτριζε σαν σκουριασμένο ποδήλατο
και τα κουφώματα μύριζαν αγυάλιστο ξύλο.
Δίχως εσένα,
κάθε πρωί ο Αρσένι έβγάζε
μέσα από το στέρνο του
ένα περιστέρι
κι εγώ φορούσα τα φτερά του
στο κουκούλι μου,
όπου παρέδιδα τα σπλάχνα μου στην κάμπια
που δαγκώνει/
μια ευχή που εγείρετο από τη στάχτη σου,
έμενε για πάντα σα λάσπη κολλημένη.
Έτσι επέστρεφα την εικόνα σου στον ύπνο μου•
σα μια σταγόνα λαδιού
στο πείραμα του Millikan,
που παραμένει αιωνίως κρεμασμένη.
Κι ας μη τη μίσησα ποτέ τούτη τη θάλασσα/
Ακόμη κι όταν περνούσαν τα νυχτερινά γρι γρι
μέσα απ’ τους φάρους
με τα πρωραία τους σβηστά
και μύριζε ξανά
των αιώνων το ανθέλαιο,
εκείνο που δε τρίβεται με τα βάσανα και τις αναποδιές
μα μας ακολουθεί
ως το τελευταίο
νυχτερινό μας ψάρεμα,
που πολύ θα θέλαμε να γίνεται
δίχως αγωγιάτη._
ΚΛ – 14/05/2018

photo: Christian Montone – Mother, Father & Son – 1953

η αφήγηση και το ταξίδι

Μερικές φορές μας αρκεί
που ο καιρός πυκνώνει
απλά με αφηγήσεις,
έτσι που η αφήγηση γίνεται μια βάρκα, 
πολύ βαρύτερη απ’ το ίδιο το φορτίο της•
μα αυτό είναι ένα θέμα
που επαναλαμβάνεται στην τέχνη
από τον Όμηρο ως τον Κέρουακ•
είναι τόσο ενοχικά ηδονικό,
να προτιμούμε το ταξίδι
απ’ τον προορισμό του•
για αυτό συχνά η ζωή παραμερίζει,
για να περάσει η ανάμνηση,
χαμηλή και αποτελεσματική
σαν οδοστρωτήρας.
Μια νύχτα που
έχασα το σφυγμό σου
και σιωπούσα για να σ’ ακούσω ν’ αναπνέεις
-κι η αναπνοή κόστιζε περισσότερο απ’ τη ζωή την ίδια-
όσες φορές βυθιζόμαστε
στην απόγνωση
μα πριν αλέκτορα φωνήσαι,
εγκαταλείπουμε αδίστακτα
εκείνο το αρχαίο τραύμα
που μας αυτοκαθορίζει•
έπειτα το τραύμα γίνεται ανάλεκτο,
που ακροβατεί
στην ψυχρή καρδιά μιας λεκτικής ουτοπίας/
όμως έτσι χάρτινο κι αδύναμο,
απλά πασαλείβει το χρόνο
στο θαμπό υπόβαθρο
της αυτοπροσωπογραφίας μας.
Πάντοτε βέβαια θα
εφευρίσκουμε ανάδοχους ικανούς να επιστρέψουν
το ευεργέτημα του θαμπού χρόνου,
κουρασμένοι από τη μεγαλοψυχία
και τις διαβαθμίσεις της•
και την καρδιά μας
θα την κερδίζει πάντα το ίδιο κορίτσι,
καθώς θα μαζεύονται τα σύννεφα
ηχηρά πάνω απ’ την Αλικαρνασσό,
κι ο Φασουλέτος θα κείται αδρανής
μες στη μυρωδιά της καταιγίδας•
όμως είτε με κάποια θύελλα
είτε με λυγμούς,
θα είναι και πάλι αδύνατον
να απερματίσουμε εντελώς
τις ξυραφιές της νιότης/
Αργά ή γρήγορα σ’ ένα ενύπνιο του
βαθύ χειμώνα θα επιστρέψει
η συμμορία
με τις μέδουσες,
έξω από την ψαροταβέρνα του Διαμαντή•
Κι εκεί θα άδουν για καιρό,
το Un bel Di Vedremo της Μαντάμα Μπάτερφλάι•
έπειτα για σαράντα χρόνια θα ακούγεται μονάχα η παύση τους•
εκτός ίσως απ’ τον ήχο που θα παλινωδεί
στα αβύθιστα βαρέλια
απ’ τα συσκευαστήρια του Ασπροπύργου ._
ΚΛ- 11/06/2018

photo: Duane Michals (American, born in 1932)
When he was young, he could not imagine being old. And now that he is old, he cannot imagine ever having been young
1979
Gelatin silver print
Duane Michals, courtesy of the DC Moore Gallery, New York, and Osmos, New York

πλειάδες

Κάθε βράδυ πια σε συναντά στα φανάρια,
η ζητιάνα της Ερατοσθένους,
στον ουρανό
αστράφτουν μόνο οι Πλειάδες,
λαμπρότερες κι απ’ τη Σελήνη,
και το οίδημα στο πόδι της θεριεύει
αραχνοειδώς,
τρίβει το στήθος της
με μιαν αυτάρεσκη αξιοπρέπεια/
τις σεξουαλικές ευχές της:
«-να γαμιέσαι καλά μέχρι να πεθάνεις!»
μεταφέρεις σε δοχείο ταπεινό
ως άγιο μύρο/
διότι πάντα θα υπάρχουν στιγμές να ανακαλυφθούν έτσι
μέσα από έναν παράφορο,
ή έναν τραγικό έρωτα/
όμως εσύ ο ίδιος
-που γεννήθηκες με ένα περίστροφο στο μπράτσο σου-
ενώ διαβάζεις τον Κίρκεγκωρ
σα να ήταν ο Καντ,
από παιδί μεθοδεύεις,
τη νομοτελειακή σου
αυτοχειρία._

ΚΛ – 29/05/2018

painting: Elihu Vedder (1836–1923) – The Pleiades – 1885 – oil on canvas (61.3 × 95.6 cm)
Metropolitan Museum of Art

Ιούδας

Καθώς καθοδηγούμαι προς τη
βεβαιότητα της αρχέγονης λαθροχειρίας,
ένας ακόμη προδότης,
λερός αργυραμοιβός,
περνώ απ’ τις κάμαρες
με τους βράχους και τα γυάλινα όνειρα,
τις αμμώδεις ατόλλες,
και τις μοναστικές σπηλιές,
πάνω από τα σκύτη των ασκητών
εν τη ερήμω,
τέλος, από τα στάδια
με τους ανθρωποφύλακες•
Ένας τους λέει:
– Πάντα τη νύχτα αποζητούσα…
κι είναι τα χείλη του πρησμένα απ’ το αλάτι,
στα χέρια του βαστά
τον αιθέριο αμνό,
κι από τα ρούχα του στάζουνε τα όνειρα•
αυτό με ξαφνιάζει•
η απέχθεια προς στα όνειρα
-που είναι αντανακλαστικό
αυτοσυντήρησης-
δηλ. η αγωνία του να μην αποκαλυφθεί•
να μην ακουστεί ο ιδρώτας του,
το πώς επιθεωρεί
τα χρόνια που περάσαν
δίχως ίχνος,
ή αν τεντώνει όσο πρέπει,
η πορφυρή κρεμάλα
που αναλήπτεται
πάνω απ’ το Όρος των Ελαιών
μα που ποτέ δε φτάνει
σε ικανό
ύψος απογείωσης._


ΚΛ – 08/05/2018

lithograph: Sue Coe – The Ghosts of the Skinned want their Coats Back, 1998. lithograph / buff
13 3/4 x 10 1/4″ edition: 40 printed at the University of Connecticut at Storres

πανσέληνος

Κι έτσι οι απορημένοι φθόγγοι του βάλτου
πήραν κορμί
ψυχοσάββατο διανύοντας
με την πόρπη γυαλισμένη ως επιλόχεια θλίψη 
και η απαίτηση του χρόνου να προΐσταται
έγινε νομοθέτημα
στα χέρια πέντε δέκα
ανίδεων μυσταγωγών
ή τέλος πάντων
ημιμαθών εγγαστρίμυθων
-που κατηύθυναν τη φωνή
σε ένα χώρο
όπισθεν του παγκρέατος-
και οι μεσσιανικές βεγγέρες
έπαψαν με τα προξενιά/
ιδρωμένη η νύφη άλλωστε
κι ο γαμβρός πρώην Χίτης/
ένας φύκος θεριό
με κορμό μαστίγιο
απεκαύλιζε το προύχον της εμβολής (κατά το Θουκιδίδη)
και στη νύχτα αστράφτανε
μεμιάς όλες οι μαγνητικές εγκεφάλου/
νύχτα σα μέρα το λοιπόν
(αν όχι μια ακόμη απλή πανσέληνος)

ΚΛ – 29/05/2018

μπούμαν

Τον έρωτα,
κι ας
είχε υπάρξει μια φωλιά των χελιδονιών της Κορνουάλης,
ή ένα κλαράκι απ’ τη φιλύρα
που στα έγκατα του Γκαίτε αποξηράνθηκε,
αρκούσαν
δύο απανωτά ενύπνια
για να τον γονατίσουν/
τόσο αδαής,
τόσο φρέσκος
με ψωμί
και καθημερινότητα/
κι έτσι απομείναμε – παρότι αμφότεροι λεττριστές –
να τον κοιτάμε σαν τον Φώκνερ
καθώς ψυχορραγούσε/
και πόσο επώδυνο
που ξανακούω τα λόγια μου
μες στο στόμα σου,
αφού υπήρξε μία εποχή που γεννήθηκες
με σπασμένα νύχια
μα με τον καιρό
σιαχνόσουν και ομόρφαινες,
και δεν έπαυες να προβάλλεσαι
είτε στα φλεγόμενα αερόστατα
του Σουλταναχμέτ
είτε απλά στους ήχους που εγκυμονούσε
μια ροζ τσιχλόφουσκα/
Τώρα τα αυγά σου
φουσκώνουν
προς τα μέσα,
κι όλες οι ενδιάμεσες φθορές
φεύγουν ταχύτατα
προς τα ζενερίκ του τέλους,
μαζί με τους οπερατέρ
και τον φιλήσυχο – πάλαι ποτέ –
μπούμαν._

ΚΛ – 28/05/2018