Ο ΝΤΕΛΒΩ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗΣ ΟΥΤΡΕΧΤΗΣ

Όλα τα χέρια που απλωθήκαν
προς το καλβαίρ του μαρτυρίου,
τα χέρια της που μεγαλώναν στο νερό
μα εκπυρσοκροτούσαν
καταμεσής του πλήθους,
τα χέρια πένθη
μα και τα χέρια λωτοί,
                κάποτε την εγκατέλειψαν·
κι ενώ ξεχνώ πια το όνομα της
το χρώμα της στάχτης της
ή μιας κορδέλας που φορούσε στα μαλλιά,
τα μάτια της ακόμη αναδρομούν σχεδόν λευκά
από βαγόνι σε βαγόνι
στο δρομολόγιο Άμστερνταμ – Ουτρέχτη.
Όταν την επισκέπτομαι, απόγευμα Σαββάτου,
η κουκέτα της είναι ένα καταφύγιο των πουλιών και τα χέρια επιστρέφουν γονατίζοντας
βυθισμένα στην εικόνα με το πεθαμένο σκίαστρο
όπως σ’ εκείνο το δεκεμβριάτικο ταξίδι μας
που διασχίζαμε τη Φλάνδρα μ’ ένα φανάρι θυέλλης
κι οι ράγες ακούγονταν να σκληρίζουν
σα χοίροι προς σφαγή σ’ ένα χοιροτροφείο της αλαργινής Αδελαΐδας. 
«-Θα σε έχω φανάρι μου,» της είχα πει,
«όσο κι αν σκοντάφτω,
στις εκβολές των ανθρώπων
και στα οικονομικά τους ισοζύγια•»
στο τρένο
όλα τα χέρια του Ντελβώ θροΐζαν ταυτοχρόνως
μα απ’ έξω ο άνεμος σιωπούσε,
σαν κάποιος φίλος από χρόνια πια νεκρός._


ΚΛ- 18/09/2021

Πίνακας Paul Delveaux – Les Ombres, 1965, 125 × 231 cm – λάδι σε καμβά