οξείδωση – τρεις ορισμοί

Η σκουριά μαδάει τα σεντόνια•

Τα μύδια που ζουν μια Πλειστόκαινο
σε ένα αστικό λεωφορείο
μυρίζουν
τη θάλασσα που μεταφέρουν
τις αποικίες στη Νέα Πέραμο
ένα κορίτσι που ίδρωσε για πρώτη φορά

το κορμί της έπειτα από χρόνια
προτού τη νεκροπλύνουν

ένας διάδρομος φορτοεκφόρτωσης
λαμαρίνα στραντζαριστή
εργατάκια
παλιοπάπουτσα στραβοπατημένα
λίπος πηχτό
που κολλούσε στη θάλασσα
αδένες ελαφιού
σπρώχναμε εκεί τα βαρέλια προς τις λάντζες
όπως σπρώχναμε τη ζωή
όπως σπρώχναμε
μέχρι να μας βγει το λάδι

τώρα που περνάω απ’ τη μαρίνα
βλέπω
πριν να ανέβουν στο ντεκ
βγάζουν τα λόουφερς

ο Θόδωρος καθώς έβηχε με τα Όσκαρ
έλεγε για τη μάνα του
που την είχε δαγκώσει ένα μουλάρι
όταν ήταν έγκυος στη Μυρτώ,
μόλις που είχαν δώσει τον μικρό για παραπαίδι•
σχεδόν μεσήλικες
εργάτες γης
δίχως στον ήλιο μοίρα

η μάνα του
ακόμη
βγαίνει μέσα από τα χέρια του
τις νύχτες
και τον χτενίζει

ξημερώνει
τρύγος και πουλί
και στα πεύκα σφίγγει το ρετσίνι•

μέχρι να βρεθούμε

μεγαλώνουμε ανάποδα
σαν σταγόνες
που ανεβαίνουν
και με την τριβή
ξεφορτωνονται το νέφτι τους._

ΚΛ – 16/10/2020

photo:John Degotardi Jr. (Australian, 1860-1937)
NSW Department of Public Works photographer
179. Clearing the rubbish at Smith’s Wharf
1900
From Vol. III of Views taken during cleansing operations. Quarantine areas, Sydney, 1900
Gelatin silver print
New South Wales State Archives & Records NRS-12487 Photographs taken during cleansing operations in quarantine areas, Sydney
Public domain

Θεών νταμάρι

(στον Γιάννη Τ.)

Η πόλη μου είναι μια κραυγή

δεμένη σε ένα βράχο·

κατακόρυφα μεγαλώνει

οριζόντια μεγαλώνει

η κραυγή της πόλης μου

ήρθα και σου έφερα τα κλεμμένα

μα το κεφάλι σου ήταν

ασπίδα της βροχής

αντεστραμμένη

κατακόρυφα μεγαλώνει

οριζόντια μεγαλώνει

η ασπίδα σου

εγώ ας μικραίνω•

μια σφαίρα σαλιώνω

που έχει τον ιδρώτα σου

κι είναι μέταλλο ευγενές

είναι λευκόχρυσος

θα πάρει τη ζωή

που ποτέ δεν πρόσφερε

όλο ψέματα και χάδια

σε ένα πηγάδι

σθένους

στα χέρια εμείς πιανόμαστε

τα χέρια δίνουμε

άγνωστοι άνθρωποι

που μας δένει ο κοινός νεκρός

που τον βλαστημήσαμε

και τον επαινέσαμε

μα τώρα δεδικαίωται

καθώς

στο ναό παρείσφρησε

ένα αφρικανικό χελιδόνι

πάνω από το φέρετρο

πετά,

μαύρο φέρετρο

και λευκές δαντέλες

η κοιλιά του·

φωλιάζει

στο δεξί μάτι του Ιησού παντοκράτορος,

ταΐζει τους νεοσσούς του

μερικά σκουλήκια

που βρίθουν στο κοιμητήριο

παρά

το βραχώδες έδαφος·

δύσκολο για τους εκσκαφείς

δύσκολο και για τα φουρνέλα._

ΚΛ – 05/06/2019

photo: Robert Mapplethorpe

στην Ελευσίνα, ο χρόνος δεν φοβάται

Στην Ελευσίνα
ο χρόνος δεν φοβάται να μεγαλώσει
κάτω από μια Φρυκτωρία
των ποιημάτων και των καημών
Μάζεψα τα κομμάτια μου
που εκθέτω
ξένοι και δικοί
να τα κοροϊδεύουν
και θλιμμένα τους εξηγώ·
γιατί φουσκώνει η θάλασσα πια
με τη νοτιά
ως τον Ασπρόπυργο
και πώς βρέθηκαν τόσοι πνιγμένοι
μες στο δάσος
με τις πυτζάμες τους ακόμη
ζεστές·
νέοι άνθρωποι πως ανθίζουν στον κήπο μας
και πως χαϊδεύονται ξανά οι λεμονιές μας·
πως έγινε αυτή η επίθεση από φως
λευκότερο απ’ το γάλα
και πώς
αντιρροπεί μέσα στο σπίτι
εκείνη τη μακριά σιωπή
που χρόνια αγωνιζόταν
να γίνει τραγούδι
Με τα μάτια των παιδιών ζαλίζομαι·
εκεί κρύβεται ο χρόνος των άστρων
που έχει κλαπεί._

ΚΛ – 10/11/2018

photo: Konstantinos Loukopoulos –  2018

ποτάμι

Ζω σε ένα ποτάμι
σ’ ένα σημείο
που βουλιάζει
ή φουσκώνει
με τον καιρό
ανάποδα κωπηλατώ
με τη βάρκα μου
για να οριστώ
μα οι λέξεις αρνούνται τη βαρύτητα
που τους αναθέτω·
πχ τ’ όνομά μου
το δαγκάνουν
οι αρκουδιάρηδες
και το κάνουν γαργάρα,
κάθε αλήτης
και κάθε βασανιστής
πριν σκοτώσει
με λέει αλλιώς,
η Εφτέρπη της μάνας μου
αποκτά ένα ύψιλον
και τα πρώτα γράμματα
γίνονται βαβυλώνια
ή σανσκριτικά·
για αυτό κάποιος από πέρα
ψέλνει
μήπως συγκινηθώ,
όμως πέρα ψέλνει
ή πέρα βρέχει·
φορώ ένα σκούφο υπέργηρο
και βαρύ,
σαν τον βαρύ το θάνατο
κι όπως ρεμβάζω,
περνάτε που και που
και με σκουντάτε
καθώς κωπηλατώ·
στη λάσπη πατάτε
ή στο νερό;

ΚΛ – 03/11/2018 – συλλογή ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

photo: Robert B. Talfor
Plate VI of the photographic album Photographic Views of Red River Raft
1873
Hand-coloured albumen print, mounted recto only to pages with a stylised U.S. Corps of Engineers printed border
7 x 9¼ inches (17.8 x 23.5 cm)

ενύπνια τα μεθεόρτια

Ι
Κι ήρθε μια ξένη
γραία
όσο κοιμόμουν
και το κορμί της ήταν ένα χράμι
τραχύ
βαρύ
κι απέραντο
με πλάκωσε·
– μα μην το ρίχνεις έτσι δίχως σεντόνια, μου λέει
θα γδαρθείς
ή
– ντύσου λίγο με το νερό του ποταμού
κι έλα να γλιστρήσεις
σε χωράω μέσα μου
βρε ταύρε μινωικέ
σε χωράω μινώταυρε·
ξυπνάω,
κι είμαι μες στα αίματα
κι όσους περίμενα να δω
κατάλαβα·
ήσαν πεθαμένοι.

ΚΛ – 29/09/2018

 ΙΙ

Κι είδα τη μάνα μου
– ποιοι είναι όλοι αυτοί,
μου λέει,
και που ήταν όσο ζούσα;
γιατί σ’ αγκαλιάζουν
κι εγώ δεν μπορώ;
μπορείς,
λέω,
θα ρχομαι εγώ,
κάθε ξημέρωμα·
-δε σε θέλω εδώ,
μου λέει,
δεν ανάβουν τα σώματα
κι έχουμε ξεπαγιάσει·

ΚΛ – 01/10/2018

 ΙΙΙ
Ήρθε μια σιωπή
και κρατούσε
τα σύννεφα
και κρατούσε
τους ανθρώπους που γεννούσε
το σπίτι
στον ελεύθερο χρόνο του·
εκείνοι ντύνονταν
το χρόνο
που δεν ήταν ελεύθερος
και κολυμπούσαν
προς το ξακουστό φαΐ
που φτιαχνόταν δίχως
κορίτσια
άλλοτε το κοιτούσαν να βράζει
άλλοτε εκεί, οι ίδιοι
έβραζαν·
μόνο όταν φούσκωνε,
στεκόταν στο πλάι
κι έκλαιγε μοναχό του·
έτσι έχανε το αλάτι του·
αυτός προσέθετε αλάτι
με ένα μαχαίρι
ή έσπαγε τα βότσαλα
να δει
αν είναι αυγά
ή δοκίμαζε με τα δόντια τους γλάρους
που εξέρχονταν από τις σπηλιές δίχως εξάρτυση
μόνο με σπασμένα νύχια
και τις χάρτινες λεηλατημένες καρδιές
από τις καρτ ποστάλ
της Αμβέρσας/
τίποτα δεν ακούω·
θα μπορούσα να πεθάνω εδώ μέσα
και να αφήσω το νέο
να διαδοθεί.

ΚΛ – 03/10/2018

ΙV

Έτσι μεγάλωνε το σπίτι και μας κατάπινε
από τα νεύρα του
μεγάλωνε κι έπινε
και γερνούσε
σαν μια νεκρή φέτα καρπούζι
κι έτσι κόνταιναν τα χέρια και μαζεύονταν
και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών
ένα δίχτυ
φτιάξαν και εσωπλέκονταν
ιστός και όχι ιστία
θα βρουν τα σπλάχνα εκεί
θα βρουν
τα συκώτια μας
και των αγγέλων
το υπολειπόμενο φτέρωμα
το δόντι του ελέφαντα
το σπασμένο δόντι
και την προβοσκίδα
που κάποτε ήταν μόριο
μόριο που μεγάλωνε
με τη φοβέρα του θανάτου του
σημαία
κι εσύ θα ορίσεις
τα πέρατα
με αυτά τα μάτια
που είναι των γκρεμνών τα μάτια
που είναι των αητών
– σε βρήκα θα πεις
και δε σε εγκαταλείπω
αυγό μικρής φραγκόκοτας
που κατουράς ελάφια
μόνο τα νύχια να σου κόψω
να μην κόβεσαι, έτσι που σούρωσες
σαν τη γέρικη μπεκάτσα
έτσι που κρύφτηκες
το δέρμα που καμες γητειές
κι αυτοκτονείς
– πώς θα γλιτώσεις μωρομάνα;
– θα σ’ έκλεβα,
μα προτιμώ να χαίρομαι που πέφτεις!

ΚΛ – 28/11/2018

V

Ιδρωμένη που σε ζω
είναι χάλασμα
των αδέσποτων οι συνειρμοί
με τα μάτια τους
ξαναζεί το ταξίδι 
μέσα στην καρδιά του κτήνους
η πείνα μας
τριποδίζει για χρόνια
μα στο τέλος θεριεύει
έτσι κι εσύ
γεμίζεις
ένα βάζο υδράνθεμα των λιμνών
που γεννήθηκαν στην κεντρική Ευρώπη
ως μέλανα δάση
απλώνονται στο χρόνο σαν χερουβείμ
προδωμένα απ’ τους Ευαγγελιστές
προδωμένα
από τους ευαγγελλίζοντες
κι η ζωή συχνά είναι μια στάχτη
αδιευκρίνιστης προέλευσης
ή γίνεται ένας τελικός προορισμός
μα άσε το μαύρο που φοράς
για τα ταξίδια μας
άστο για κάποιους ανθρώπους
που πέταξαν
άστο για τα κοράκια
Χριστούγεννα που κοντεύουν
τα σπίτια τάφοι
γυρεύουν να μας καταπιούν
παράξενο
σκέφτεσαι
δεν συναντώνται οι άνθρωποι πια
με τον άγγελό τους
κερδίζει το κρύο
κατά κράτος
εγώ συνεχίζω κι ονειρεύομαι
θα σου φέρω φωτιά
(ή θα ανάψω δικιά μου)
θα σου φέρω παιδιά
με το αδύναμο σπέρμα μου
θα σου φέρω Ανοίξεις
αιχμηρές
όπως των νεοσσών χελιδονιών
το ράμφος
έξω σβουρίζει ο χιονιάς
κι οι οδοκαθαριστές
βουρτσίζουν το δρόμο
Κυριακή
ημέρα Κυρίου

ΚΛ – 04/12/2018

VI

-Ξέπνοε χειμώνα
που όταν με θυμάσαι με πουλάς για τα ψώνια σου
τα γδαρμένα πρόσωπα των νεκρών μου
πάψε να μού επιδεικνύεις·
τά’ χω ζήσει τα χιόνια σου
των άστρων περίγελο
τον ξέρω τον Χρόνο σου
πώς φουσκώνει στους πνεύμονες
λες και δεν αγαπήθηκε ο ίδιος από τα φαντάσματα
ποτέ
κιοτής και ολίγιστος
θα κλάψει τον Θάνατο
πριν κλάψει
για τον ίδιο τον Θάνατο·
κι ούτε το τέλος του δεν θα καταφέρει να ζήσει
πάντοτε σκλάβος στα φράγκα
και στους αιμοδότες του·
μα ίσως μια μέρα που κανένας μας δεν θα κοιτά
έτσι να σβήσει ο Χρόνος αυτός·
κι εκείνη η ύστατη,
η σεμνή του ανυπαρξία
να καταφέρει να γεννήσει
μια φλόγα αχνή.

ΚΛ – 08/12/2018

VII

Ένας παλιός συμμαθητής
που είχε υποφέρει με το σώμα του
το ανταλλάσσει αγέρωχος
με ένα ζευγάρι ομοζυγωτικούς
φοίνικες·
έπειτα τα βράδια νομίζει πως είναι μπανανιά
και γεννάει μπανάνες
(όπως οι φιλάρεσκες γυναίκες
δοκιμάζουν στους καθρέφτες
ένα χαμόγελο·
σα να δοκιμάζουν τη θερμοκρασία
στο νερό του μπάνιου)
παρόλα αυτά
νιώθει τόσο ευεργετημένος
απ’ την αιμομικτική συνύπαρξη
που τα Χριστούγεννα
βγάζει ένα πιατάκι με ποιήματα
έξω από την πόρτα του
(για τους μοναχικούς
ανθρώπους)

ΚΛ – 10/12/2018

VII

Χρόνια μετά από το σκοτεινό ενύπνιο της ασφυξίας
ήρθε και μ’ έπνιγε με το μαύρο σεντόνι της
στη βεράντα καθώς κάπνιζα
ένα μονάκριβο τσιγάρο,
πρώην καπνιστής.

το όνομα της
επί των Άστρων λαμπρύνεται

λυγμοί και κρότοι
της ημέρας που σκόνταφτε
κι όλες οι βροχές,
με τις αλαργινές βροντές τους
συνέβαιναν πέρα·
τα ρούχα πάντα νωπά
ξεχειμώνιαζαν
στην ίδια ντουλάπα ορφανεμένα
απ’ τον χαμό
έπειτα επέστρεφαν
έχοντας εγκαταλείψει
την πρότερη χρήση:
τα μαντήλια γίνονταν εσθήτες
και τα παντελόνια
πάπλωματα
οι γραβάτες αγχόνες·
οι γραβάτες ήταν πάντα αγχόνες.

Εδώ σου εκμυστηρεύομαι·
όπως θα πέφτει μια νύχτα του Δεκέμβρη του ’85
τα μυδράλια θα σιγούν
στην Αλεξάνδρας
-εκείνον τον άλλο τον Δεκέμβρη θυμίζοντας-
καθώς και
τα φαντάσματα των ασθενών
θα σκουντούν τους χωροθέτες
του παρακείμενου νοσοκομείου
για ελεύθερη διέλευση
εκεί
πάνω στη σέλα της ΕμΖετ
θα ταξιδεύω
ένας
ιππότης της νεότητας των σκύλων
και τα μαλλιά μου θα είναι ένα περιβάλλον ωραιότητας
είκοσι χρονών
το απέραντο καλοκαίρι σημαδεύοντας.

ΚΛ – 14/12/2018

photo: Walker Evans (1903-1975)
Hudson Street boarding house detail, New York
1931
Gelatin silver photograph
15.7 h x 20.6 w cm
National Gallery of Australia, Canberra
Purchased 1980

δίχως έρμα

Το ξέρω
ίσα προλαβαίνω,
ένα κερί που σας οφείλω
με το φως του Αυγούστου,
κι ένα ματσάκι μαργαρίτες
στη διαδρομή στο χαλίκι
δίχως έρμα,
όπου οι ψυχές συνήθως
παραμερίζουν
να περάσω·
καθώς,
τακτοποιώντας οικογενειακές φωτογραφίες,
σε μια κορνίζα γδάρθηκα,
κι είδα το αίμα μόνο του
που περπατούσε να σας συναντήσει._

ΚΛ – 25/08/2018

photo: Marcus Bunyan
Saint-Eustache Church
2018
From the series ‘Paris in film’ 2018

cantus in memoriam

Σα σβήσουμε, θα ίπταται
η αιθέρια τύρφη μας
σαν απ’ ενός
κεχριμπαρένιου ηφαιστείου τις εκρήξεις•
ένας ναυτίλος των άστρων και των Συναγωγών,
να ζωντανεύει
μια στο Στρόμπολι
και μια στο Πινατούμπο,
χρόνια και χρόνια
ενώ θα ολοκληρώνει
το έσχατο
υπερπόντιο ταξίδι της•
κι η σύναξη των – κάτωθεν- ανίσχυρων,
το αγλαές φτερούγισμα,
με ζήλεια θα αγναντεύει.
Διαυγές ηφαίστειο,
άσε με να καώ στο κεχριμπάρι σου,
σαν ένας εφημέριος
του παγωμένου αρχιπελάγους
των Λοφούτεν•
και κάθε που θα συναντιέμαι με τη λάβα σου
να σφάλλω από έρωτα κι από γαλάζιο παφλασμό,
κι ας μ’ υποδέχεται
η απατηλή
υποκίτρινη κερκίδα
ως ένα ποταπό φλανέρ
των ποιημάτων,
που πλένει πιάτα στο Μαραί
κι αειφορεί τις νύχτες του
με το Spiegel Im Spiegel._

ΚΛ – 13/07/2018

photo: Jacqui Stockdale
Duel of the Mount 1
2018
C Type Print
130 x 100 cm

ημερολόγιο καταστρώματος

Θα ζητιανέψουμε κάποτε
απ’ τα παιδιά μας, περιεχόμενο•
θα ‘ναι χειμώνας και το κορμί μας
θα έχει γίνει πια μια φορεσιά•
μ’ αυτή θα μπαινοβγαίνουμε στα όνειρα,
και θα γεμίζουμε τις τσέπες τους
με καραμέλες
και μελαγχολικά φαντάσματα.
– Καλώς σας βρήκα, θα τους λέμε,
– Πώς και χορτάσατε ζωή,
σε τόσο νεαρή ηλικία;
Κι όλο θα σκοντάφτουμε σε μπιμπερό,
στις βόλτες στα πάρκα με λιακάδα,
στο πρώτο τους κινητό•
ή σ’ όλα αυτά τα «πρώτα»,
που δε θα μάθουμε ποτέ.
Γύρω μας η θάλασσα θα κοιμίζει
και τους ανθρώπους και τα ψάρια της,
μ’ ένα αντιμάμαλο νωθρό και σκόρπιο
σα στίξη ηπατική•
μα εκείνα θα πετούν ελεύθερα
και συμπαγή,
εκτός του πλού μας,
ένα σμήνος ψαρόνια σε σχηματισμό
δακρυόσχημης ατράκτου•
και τα ταξίδια τους θα είναι οι μάρτυρες
του χρόνου που μας γδέρνει•
όλες οι ξυραφιές τους
θα φέγγουν ανεξίτηλες στο φτέρωμα,
σαν ένα Ημερολόγιο Καταστρώματος
που γράφεται μ’ αυτόματη γραφή•
σχολικές γιορτές
και παιδικά γενέθλια με τον κλόουν Πίπη•
ένα αναμμένο μαγουλο που άχνιζε αλάτι
ή όλα τα ιώδη σάρκινα άνθη
που – ως εδώ – δεν κορφολογήθηκαν•
τίποτα δε θα παραλείπεται
δίχως κανένα έλεος•
διότι η λήθη
είναι ένα πρόβατο
που βυζαίνει μ’ αφοσίωση,
τη μάνα – λύκαινα
που το κατασπαράζει._

ΚΛ – 19/06/2018

photo: Alfred G. Buckham (1879 – 1956)
R100
c. 1920
Silver gelatin print
38.50 x 46.00 cm
Collection: National Galleries of Scotland
Purchased with the assistance of the Art Fund 2008
© Richard and John Buckham

πλάγιος του τετάρτου

Σιγά σιγά συνηθίζεις,
ολόκληρα δέντρα που φέρνουν στον ύπνο σου
κι η αναπνοή τους μυρίζει κατουρημένο χώμα,
ή τα ακίνητα σύννεφα,
ή την ξερή τους γλώσσα που δεν πίνει πιά•
μερικές σκέψεις που δεν πρόλαβαν να τις σκεφτούν,
και τώρα εκρήγνυνται
σαν αδιαβροχοποιημένα λεπιδόπτερα,
τη λεπτόρροη σκόνη τους
που πυροδοτεί τις αλλεργίες/
αχ, αυτόν
το χρόνο που πυροβολεί πριν να ρωτήσει•
έπειτα το δυσκολότερο:
την ταυτόχρονη υπήχηση των φθόγγων
ΔΙ και ΝΗ,
κατά το ισοκράτημα στον ήχο πλάγιο του τετάρτου
από τον Παναγιώτη Μπουραντά,
δεξιό ψάλτη των Δώδεκα Αποστόλων,
ένα όνειρο πριν
της Σταυροπροσκυνήσεως•
δύο σταχτιά καβούρια που είχαν αρπαχτεί
απ’ τα βικτωριανά μουστάκια του
και το γέλιο του που τράνταζε
το νεκροτομείο/
είκοσι χρόνια πια
πνιγμένος._

ΚΛ – 16/06/2018

photo: Evelyn George Carey (1858 – 1932)
The Forth Bridge. Two Seated Men Raising a Boy up to Demonstrate the Cantilever Principle
September 17th 1885 (print by Michael and Barbara Gray 2007)
Digital inkjet print from negative
46.40 x 58.00 cm
© National Records of Scotland

Οδησσός

Ανυπόμονο
το σπίτι μάς περίμενε,
κι οι πασχαλιές μας είχαν ξανά ανθοφορήσει,
παρότι δώδεκα βήματα από το πάτημα της θάλασσας,
η λεωφόρος
έτριζε σαν σκουριασμένο ποδήλατο
και τα κουφώματα μύριζαν αγυάλιστο ξύλο.
Δίχως εσένα,
κάθε πρωί ο Αρσένι έβγάζε
μέσα από το στέρνο του
ένα περιστέρι
κι εγώ φορούσα τα φτερά του
στο κουκούλι μου,
όπου παρέδιδα τα σπλάχνα μου στην κάμπια
που δαγκώνει/
μια ευχή που εγείρετο από τη στάχτη σου,
έμενε για πάντα σα λάσπη κολλημένη.
Έτσι επέστρεφα την εικόνα σου στον ύπνο μου•
σα μια σταγόνα λαδιού
στο πείραμα του Millikan,
που παραμένει αιωνίως κρεμασμένη.
Κι ας μη τη μίσησα ποτέ τούτη τη θάλασσα/
Ακόμη κι όταν περνούσαν τα νυχτερινά γρι γρι
μέσα απ’ τους φάρους
με τα πρωραία τους σβηστά
και μύριζε ξανά
των αιώνων το ανθέλαιο,
εκείνο που δε τρίβεται με τα βάσανα και τις αναποδιές
μα μας ακολουθεί
ως το τελευταίο
νυχτερινό μας ψάρεμα,
που πολύ θα θέλαμε να γίνεται
δίχως αγωγιάτη._
ΚΛ – 14/05/2018

photo: Christian Montone – Mother, Father & Son – 1953