ο απόλυτος δρόμος

Ακόμη κι η απλή ζωή μαζί σου είναι ένα πανηγύρι βεγγαλικών: χιλιάδες ρουκέτες εκτοξεύονται με κάθε πρωινό ξύπνημα. Κι ενώ ζούμε ξανά και ξανά μιαν αδιάκοπη βαρετή επανάληψη της κάθε μέρας, η ενοχική απόλαυση της παραβατικότητας φουσκώνει και κορώνει σαν μια μεταφυσική ιδέα που εξηγεί από τον πάγκο το νόημα των γηρατειών όπως και την αντίληψη του χρόνου ως ζεστού ρευστού που σταφιδιάζει το δέρμα λόγω υψηλής θερμοκρασίας. Ταυτόχρονα η συνείδηση αλείφεται στην ύπαρξη ώστε να μοιάζει σχεδόν αδιανόητη μια ύπαρξη δίχως συνείδηση. Έτσι ακυρώνεται εν τοις πράγμασι ο ίδιος ο φόβος του θανάτου. Λέμε καλημέρα. Έπειτα χαμηλώνεις την ανάσα σου και την ταιριάζεις στην δική μου, μέσα έξω σαν ένα έμβολο που επιβραδύνει ελάχιστα κατά την είσοδό του στο λιπαντικό. Μένουμε εκεί κι αναπνέουμε αντάμα κι ο χρονισμός μας παράγει μιαν αυτοτέλεια και μία σιγουριά: της αλήθειας μας πού επικυριαρχεί πάνω στο παγκόσμιο, αέναο κι άχρονο ψεύδος. Κι είναι τούτο αρκετό για να εξασφαλίσει πώς τα πάντα θα συντηρούνται μέσα σε μία συνθήκη αειφορίας και στιβαρής βεβαιότητας όμως- εν τέλει- επίσης μία συνθήκη από το ίδιο υλικό που παρήγαγε κινήματα και τάσεις δίπλα στον φασισμό• καθώς η απόλυτη πεποίθηση του δικαίου συμπίπτει συχνά με το απόλυτο άδικο. Κι έτσι απόλυτα ερωτευμένοι αισθανόμαστε έτοιμοι για τους φόνους που σύντομα θα ακολουθήσουν.
ΚΛ – 16/08/2022 – σειρά Ενσταντανέ (d’après le film Décision de partir de Park – Chan wook)

painting: A. D. Colquhoun (Australian, 1894-1983)
Artist and sitter
c. 1938
Oil on canvas
122.0 × 94.0cm
National Gallery of Victoria, Melbourne
Felton Bequest, 1940
© Dr Quentin Noel Porter

θάνατος στη Βενετία

Οι γέφυρες ενώνουν κομμάτια αβαθούς απείρου και βιωμένης εμπειρίας. Βαθύ σκοτάδι και το όποιο φως είναι μόνο των άστρων. Νύχτα ασέληνος: το λέει το νερό που παφλάζει στις προβλήτες, το λεν οι τριχιές που ελλιμενίζουν τις γονδολες, το τραχύ τους δέρμα που τα μοτοσκάφη αφαλοκόβει. Το νερό που κοινωνεί τον θάνατο σαν μια συμπαντική μάσκα που σε πνίγει ενώ μυρίζεις λιωμένο κερί και ξεραμένες λαδομπογιές. Στους δρόμους οι σκιές μεγαλώνουν πάντα από το σώμα ενός νάνου που έχει στα πόδια του ριγμένο ένα πνιγμένο παιδί. Έπειτα η εικόνα αντιστρέφεται κι εκπέμπεται από μια βιντεοκασέτα της audio visual. Το βαπορέτο εκτελεί ένα δρομολόγιο φάντασμα από την Πιάτσα προς το Λίντο που καταλήγει πάντα στο κοιμητήριο. Ο Κουροσάβα είναι ζωντανός κι ενώ διαβάζει στον Ταρκόφσκι, αποσπάσματα από μια επιστολή του Βίνσεντ στον Πωλ Γκωγκέν, δακρύζει. Ο Αντρέι Αρσένιεβιτς ανεβασμένος σε μια σκάλα, σκεπάζει την κοπέλα που υπερίπταται με μια σμαραγδένια κουβέρτα από φύκια. Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ κρατάει την κόκκινη κάπα του νάνου δολοφόνου και το πρόσωπό του κινείται σαν πίνακας του Μπέικον. Άλλοτε γίνεται ο Ντερκ Μπόγκαρτ άλλοτε η Τζούλι Κρίστι ενώ το κορίτσι, που αρνείται να μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου θα χρειαστεί να μοιραστεί την αγάπη της, πνίγεται εξακολουθητικά και από αμέλεια, σ’ έναν νερόλακκο της αγγλικής υπαίθρου. Τρως ψητό μοσχάρι με πουρέ και πίνεις ένα δειλό ροζέ ημίγλυκο. Τα συνοδεύεις με γραβιέρα. Από εκεί προκύπτει κάθε κατοπινό γαστριμαργικό σου ένστικτο. Είσαι δεκαοκτώ χρονών κι όλοι οι πίνακες, σε κάθε παρεκκλήσι ψάλλουν ταυτόχρονα υπέρ υγείας που είναι ένας υποκριτικός ψαλμός αφού η Τζουντέκα ανεβοκατεβαίνει με την παλίρροια σαν μια απέραντη εκκλησία που τελετουργεί μόνο τις κηδείες. Το αηδιαστικό γκρι ανθρακί καρκινοειδές που σερβίρεται σε εκείνη την ψαροταβέρνα δεν είναι γαρίδα παρά μεταμφιεσμένο αρθρόποδο. Το δείπνο γίνεται ξόδι. Για μια ακόμη φορά γράφεις «Θάνατος στη Βενετία». Κι ας είναι η πρώτη. Χειμώνας του 1983, στο εστιατόριο «Βαλκάνια». Έξω μεγάλωνε η ζωή και σε περίμενε να τη χωρέσεις._
ΚΛ – 03/08/2022 – ενσταντανέ
*φωτογραφίες του 2011*

Κινηματογραφικές αναφορές:

Don’t look now (κυριαρχικά)
Dreams
Zerkalo
Wings of the dove
Death in Venice

Death and the Maiden I

Το Θριάσιο ήταν πάντα μια κορνίζα από χρυσάφι έτοιμη να θερμοπυρωθεί
ανταλλάσσοντας δέρμα με μιαν ατμομηχανή
μες στην ιστορική συνθήκη της
μέχρι που κάποτε έγινε ολόκληρο Νοσοκομείο
με διακριτή μονάδα εγκαυμάτων
έκτοτε γεννάει εικόνες που ζουν μες στην κορνίζα του·
μια εικόνα χθόνιας δυναμικής
που εκβάλλει στα στάχυα της πεδινής Βοιωτίας σαν Αχέροντας,
κάτι υπέρηχους γεμάτους σκιές,
τους ανθρώπους που έγιναν σκιές πυκνότερες απ’ τους υπέρηχους,
το κορίτσι που πλακώθηκε από τα μπάζα στον σεισμό του ενενήντα εννιά
στα σύνορα με την αυγή
που άλλοτε ονομαζόταν οιωνοφέρουσα·
το βλέμμα της που, καταλήγοντας στο αεροδρόμιο,
περνά από τη γέφυρα του Σαρανταπόταμου
χαιρετώντας τους νεκρούς που ετοιμάζονται
για την πρωινή τους πτήση·
μια εικόνα τέλους
παγωμένη σ’ ένα αέναο στοπ καρέ·
την επίσκεψη του θανάτου που ενίοτε καταλήγει αρμένικη._

ΚΛ – 12/12/2021 – συλλογή ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

γκραβούρα: Gustave Doré

La Mort
Vision de Saint Jean
Dessin de Gustave Doré, gravure sur bois d’Héliodore Pisan.
Planche hors texte imprimée dans La Sainte Bible selon la Vulgate. Traduction nouvelle de l’abbé Jean-Jacques Bourassé avec les dessins de Gustave Doré.
A. Mame et fils (Tours), 1866, 2 vol. Tome II : Nouveau testament, p. 872.
BnF, Réserve des livres rares, Smith Lesouëf R-6283
© Bibliothèque nationale de France

δεύτερη θεωρία των ορμών

Έπινε κι έπινε από το σκοτάδι της
ενώ τα μάτια της όλο και βούλιαζαν στην άμμο των ελών του
έτρεμε λίγο και μετά ολοκλήρωνε
καθώς στην επέλαση παραμέριζαν
αγριόχορτα υβριδικά που δεν αποφάσιζαν
αν ήταν χωμάτινα ή υδρόβια•
μία θεριζοαλωνιστική με τα μαχαίρια της γυαλισμένα
κοιμόταν στην κοιλιά του σαν σκυλί με τη γλώσσα όξω.

Θυμόταν
όλα τα τοπία που άδειαζαν από αυτήν την άμμο
σε κάθε ταξίδι τους
καθώς οι καθηλωμένες ακρίδες διαχωρίζονταν από το φως χειρουργικά
στα εξ ων συνετέθησαν.

Τον φαγούριζε πάντα
ένα στρατιωτικό μετάλλιο
στη γάμπα του στιγμένο
καθώς και το χέρι της που του ξερίζωνε
τις άσπρες τρίχες στο στήθος
ασυνείδητα•
όμως ήταν ένας ακόμη αγώνας
ώστε να επεκταθεί η παλαιότητά του
και στο δικό της κορμί.

Μετά
γέμιζε ο αγρός τους
αλητήριους σπίνους που κελαηδούσαν
πάνω από σπασμένους καθρέφτες
το τρακτέρ ξεκινούσε
και στην πίσω ρόδα του
ένας εσταυρωμένος μεγάλος όσο η τετράκτινη ζάντα έστρεφε πάνω κάτω πάνω κάτω
σατανιστικά

σκέφτηκε
αν τώρα πέθαινα
θα ήθελα το χώμα να αντικρίζω
ώστε να προλάβουμε να γνωριστούμε
πριν απ’ την τελετή._

ΚΛ – 08/07/2021

photo
Friedrich Seidenstücker (German, 1882-1966)
Konzentration vor dem Abschuß des Pfeils (Concentration before the arrow is fired)
1932

πείσμα


Θα επιστρέψω
έπειτα κι απ’ αυτήν τη διερευνητική
ιχνηλασία
βουνά και θάλασσες
και σεληνιακοί κρατήρες
μερικά δοκιμαστικά κορμιά
με σύριγγες

και τα μαλλιά τους που πέθαιναν νωρίς
ενώ ακόμη τραγουδούσαν στον άνεμο

θα ‘μαι ακέραιος
από χώμα και κρασί
τα ρούχα μου θα φοράω
σαν άλογα
κι οι νύχτες μου δεμένες στα χάμουρα κι αυτές
θα ακολουθούν

εκεί που σε άφησα
θα σε βρω
και το μέτωπό σου
δεν θα ναι πια
μια πυρωμένη πέτρα

θα έχεις πιει το αντίδοτο της θλίψης
που είναι μια θλίψη κι αυτό από μόνο του
όπως κάθε αντίδοτο
όπως κάθε θλίψη
καινούργια μαλλιά
καινούργια φρύδια
και το πανηγύρι της ζωής
το αποχαιρετιστήριο

το ξέρω, το ξέρω
πόσο θελκτικό μοιάζει το χώμα•
όμως για δες
τούτο το φύλλο που πέφτει νικημένο
με πόσο πείσμα αντιστέκεται._

ΚΛ – 03/10/2020

photo: Alfred Horsley Hinton (English, 1863-1908)
Day’s Awakening
1896
Platinum print
George Eastman Museum, gift of the 3M Foundation, ex-collection Louis Walton Sipley. Courtesy of the George Eastman Museum

Συνέχεια ανάγνωσης «πείσμα»

ζεστό κορίτσι

ζεστό κορίτσι
σαν κερί
που το κορμί σου γίνεται
μια ίνα φως
όταν με θέλεις

το φως αυτό
δεν σε χορταίνει

κι οι μέρες σου,
δίχως το γαλάζιο τους,

απλές αντηχήσεις
του λευκού,

σου διαφεύγουν•

θα σε ντυθώ•

θα φορέσω το στήθος σου
μετά τη γιορτή

θα σε εμβολίσω

ένας θύσανος, εγώ

που εγκαταλείφθηκε
σε μια πόλη φάντασμα

που οι ορισμοί του προέρχονται
απ’ εκείνη τη θάλασσα
που έσπαγε τους βράχους
αντί να τους γλείφει

που δίστασα και διστάζω
την απόφαση του τέλους
να τη συνδέσω

με τη συνείδηση
της παύσης των πάντων

ενώ κολυμπώ μακραίνοντας,
ερωδιός καταδύτης
κι ο ουρανός μου γίνεται
ένας ακόμη κλέφτης

σου ζητώ

σαν κατάδικος που διψάει για το φάσμα του

μη σβήσεις

ΚΛ – 28/02/2020

photo:

Eileen Agar (1899-1991)
Photograph of Dora Maar, Nusch Éluard, Pablo Picasso and Paul Éluard on the beach
September 1937
Gelatin silver print
66 x 66 mm
Taken in Juan-les-pins, France
Tate Archive
Presented to Tate Archive by Eileen Agar in 1989 and transferred from the photograph collection in 2012

μέντιουμ

Η ζωή είναι σαν το βούτυρο στον ήλιο,
μα κάθε που σε συναντώ
αγωνίζεσαι να τη διαβάσεις
ανάποδα• 
αρχίζεις πάντα μ’ ένα σίγμα τελικό
και καταλήγεις
με τη προσφώνηση
«σας καλημέρα»

Έπειτα γδύνεσαι,
και τα ρούχα σου μυρίζουν
χελιδόνια•
μάνες και βρέφη που σκυλοπνίγονται
δεμένα σε φουσκωτά,
ή τα παιδιά που άφησε πίσω του εκείνος ο φίλος
και πώς θα μεγαλώσουν τώρα
ορφανά•
τέλος,
αυτή την ίδια, την ανάποδη ζωή μας,
που την πάει και τη φέρνει
η αναξιοπρεπής
καθημερινότητα.

Οι πτήσεις που επιχειρείς
περιέχουν την υπέρβαση
μιας φύσης που έλκεται
απ’ το χώμα
ή τις τυχαίες συναντήσεις
με άλλα πετεινά•
αγγέλους επιρρεπείς στα ανθρώπινα
ή εκνευρισμένα
πετροχελίδονα
ή ακόμη
κι αυτές, τις σιωπηλές ψυχές
που πάνω τους κοιμούνται
οι φωνές,
κάπως λεπτές
και σπασμένες απ’ τα παράσιτα•
σαν ένα μακρινό τηλεφώνημα
από μια παλιά μαγνητική γραμμή.

Έτσι περνάμε και δεν ξέρω πού να σ’αποθέσω•
ένα τέτοιο μέντιουμ που κατέληξες
ανέστιο
κι αλλοπρόσαλλο._

ΚΛ – 25/06/2018

 

 

photo: Sean Hudson
New York Subway 1975
1975
Silver gelatin print
25.40 x 38.40 cm
Collection: National Galleries of Scotland
Presented by Robin Gillanders
© Sean Hudson

Οδησσός

Ανυπόμονο
το σπίτι μάς περίμενε,
κι οι πασχαλιές μας είχαν ξανά ανθοφορήσει,
παρότι δώδεκα βήματα από το πάτημα της θάλασσας,
η λεωφόρος
έτριζε σαν σκουριασμένο ποδήλατο
και τα κουφώματα μύριζαν αγυάλιστο ξύλο.
Δίχως εσένα,
κάθε πρωί ο Αρσένι έβγάζε
μέσα από το στέρνο του
ένα περιστέρι
κι εγώ φορούσα τα φτερά του
στο κουκούλι μου,
όπου παρέδιδα τα σπλάχνα μου στην κάμπια
που δαγκώνει/
μια ευχή που εγείρετο από τη στάχτη σου,
έμενε για πάντα σα λάσπη κολλημένη.
Έτσι επέστρεφα την εικόνα σου στον ύπνο μου•
σα μια σταγόνα λαδιού
στο πείραμα του Millikan,
που παραμένει αιωνίως κρεμασμένη.
Κι ας μη τη μίσησα ποτέ τούτη τη θάλασσα/
Ακόμη κι όταν περνούσαν τα νυχτερινά γρι γρι
μέσα απ’ τους φάρους
με τα πρωραία τους σβηστά
και μύριζε ξανά
των αιώνων το ανθέλαιο,
εκείνο που δε τρίβεται με τα βάσανα και τις αναποδιές
μα μας ακολουθεί
ως το τελευταίο
νυχτερινό μας ψάρεμα,
που πολύ θα θέλαμε να γίνεται
δίχως αγωγιάτη._
ΚΛ – 14/05/2018

photo: Christian Montone – Mother, Father & Son – 1953

μπούμαν

Τον έρωτα,
κι ας
είχε υπάρξει μια φωλιά των χελιδονιών της Κορνουάλης,
ή ένα κλαράκι απ’ τη φιλύρα
που στα έγκατα του Γκαίτε αποξηράνθηκε,
αρκούσαν
δύο απανωτά ενύπνια
για να τον γονατίσουν/
τόσο αδαής,
τόσο φρέσκος
με ψωμί
και καθημερινότητα/
κι έτσι απομείναμε – παρότι αμφότεροι λεττριστές –
να τον κοιτάμε σαν τον Φώκνερ
καθώς ψυχορραγούσε/
και πόσο επώδυνο
που ξανακούω τα λόγια μου
μες στο στόμα σου,
αφού υπήρξε μία εποχή που γεννήθηκες
με σπασμένα νύχια
μα με τον καιρό
σιαχνόσουν και ομόρφαινες,
και δεν έπαυες να προβάλλεσαι
είτε στα φλεγόμενα αερόστατα
του Σουλταναχμέτ
είτε απλά στους ήχους που εγκυμονούσε
μια ροζ τσιχλόφουσκα/
Τώρα τα αυγά σου
φουσκώνουν
προς τα μέσα,
κι όλες οι ενδιάμεσες φθορές
φεύγουν ταχύτατα
προς τα ζενερίκ του τέλους,
μαζί με τους οπερατέρ
και τον φιλήσυχο – πάλαι ποτέ –
μπούμαν._

ΚΛ – 28/05/2018

επί προσωπικού

Αφήνομαι να κολυμπήσω
στη μέλανα συρμή
που τακτικά με επισκέπτεται/
μια κυρία επί των τιμών,
με υποδέχεται:
– εσείς δεν είστε που κοιμάστε με τα χελιδόνια του χειμώνα;
με ρωτά,
ή μήπως είστε,
ο σεβάσμιος κύριος
που εγκατέλειψε τα ποιήματα,
χρόνια όπως αφρίζανε στα ποτήρια τους,
δίχως λόγια;
Στη δυτική βεράντα
εκείνο το κορίτσι που θα γίνει η μάνα μου,
τρυπώνει μια φούστα με ένα σκουριασμένο σουβλί/
με το θάνατο
όλα της τα ρούχα
ολοκληρώθηκαν/
-μην ανησυχείς!
δεν είναι σάβανο,
λέει,
-μια πλισέ φούστα για την παρέλαση είναι•
κι ας μην έχει καν συμβεί το έπος του ’40,
ο πάππος μου ακόμη να κυνηγάει τσίχλες στο πευκόδασος,
με ένα προπολεμικό κανόνι
κι όλα τα πτώματα,
να τα ανακτά το γαλάζιο πουλόσκυλο του Κωτσηδάρα,
καθαρίζοντας τα σκάγια με το σάλιο του/
Στο τραπέζι
χωράνε επτά ορφανά και μια πεθαμενη μάνα (έγκυος ξανά)•
τους σερβίρει τζόλια με ξύλινη κουτάλα,
λέει στη μεγάλη απ’ τις μικρές,
-Λεμονιά,
εσύ προς το τέλος
δε θα θυμάσαι τα φαγιά,
μα να ρωτάς τη Φούλια μας,
η Φούλια ήδη
γράφει σε πολύχρωμα post it
ΤΖΟΛΙΑ
και
ΠΙΤΑΣΤΕΔΕΣ,
οι υπόλοιποι
αναβοσβήνουν ασπρόμαυροι,
(πιο πολύ σβήνουν,
παρά ανάβουν)
ο Παύλος -έγχρωμος και νωπός-
αρνείται οπωσδήποτε
να σβήσει/
ΚΛ – 09/04/2018

photo: Tokihiro Sato
Hakkoda #2
2009
Gelatin silver print
Purchased with the support of the Photographs Acquisition Group
© Tokihiro Sato, Courtesy Leslie Tonkonow Artworks + Projects