Ώ αιχμηρό διαμάντι, μητέρα μου!
Δε θα μπορούσα να μετρήσω το κόστος,
όλων των εκφράσεών σου, όλων των διαθέσεων-
που απεικονίζουν την ήττα μου.
Γλυκό κορίτσι, νεκροκρέβατό μου,
κοσμηματοδάχτυλη αρχόντισσά μου,
το πορτραίτο σου τρεμόσβηνε όλη νύχτα,
πλάι στα λαμπιόνια του δέντρου.
Το πρόσωπό σου τόσο ήρεμο όπως το φεγγάρι πάνω σε μια γαλήνια θάλασσα,
προκαθήμενη στην οικογενειακή συγκέντρωση,
τα δώδεκα εγγόνια που συνήθιζες να φοράς στον καρπό σου,
ένα μωρό τριών μηνών,
μια παχυλή επιταγή που ποτέ δεν έγραψες,
η κοκκινομάλλα που χόρευε μπουσουλώντας τουίστ,
οι ηλικιωμένες κόρες σου, κάθε μια τους μια σύζυγος,
κάθε μια τους μιλώντας στον οικογενειακό μάγειρα,
κάθε μια τους αποφεύγοντας το πορτραίτο σου,
κάθε μια τους πηθικίζοντας τη ζωή σου.
Αργότερα, μετά το πάρτι,
αφού το σπίτι πήγε για ύπνο,
έκατσα πίνοντας το Χριστουγεννιάτικο μπράντι,
κοιτάζοντας τη φωτογραφία σου,
εστιάζοντας μέσα κι έξω στο δέντρο.
Τα λαμπιόνια πάλλονταν.
´Εφτιαχναν ένα φωτοστέφανο πάνω απ´το μέτωπό σου.
Έπειτα γίνονταν μια κυψέλη,
μπλε, κίτρινη, πράσινη, κόκκινη·
κάθε μια με το χυμό της, κάθε μια θελκτική και ζωντανή,
κεντρίζοντας το πρόσωπό σου. Αλλά εσύ δεν κουνιόσουν.
Συνέχισα να παρακολουθώ εξαναγκάζοντας τον εαυτό μου,
περιμένοντας, ανεξάντλητη, τριάντα πέντε.
Ήθελα τα μάτια σου,όπως οι σκιές δυο μικρών πουλιών, να αλλάξουν.
Αλλά δεν γερνούσαν.
Το χαμόγελο που με τραβούσε όλο πονηριά,
όλο γοητεία, ήταν ακαταμάχητο.
Ώρα την ώρα κοιτούσα στο πρόσωπό σου,
αλλά δεν μπορούσα να το ξεριζώσω.
Μετά χάζευα πως ο ήλιος φώτιζε το κόκκινο μπλουζάκι σου, το ρυτιδωμένο σου λαιμό,
το κακοβαμμένο ροζ-της-σάρκας δέρμα σου.
Εσένα που με έσερνες από τη μύτη,σε είδα όπως πράγματι είσαι.
Έπειτα σκέφτηκα το κορμί σου
όπως κάποιος σκέφτεται το φόνο-
Μετά είπα Μαίρη-
Μαίρη, Μαίρη, συγχώρεσέ με
κι έπειτα άγγιξα ένα δώρο για το παιδί ,
το τελευταίο παιδί που θήλασα πριν το θάνατό σου·
κι έπειτα άγγιξα το στήθος μου,
κι έπειτα άγγιξα το πάτωμα,
κι έπειτα ξανά το στήθος μου λες και,
με κάποιον τρόπο, ήταν ενα απ´ τα δικά σου
(μετάφραση Κ.Χ.Λουκόπουλος)
“Christmas Eve” by Anne Sexton
Oh sharp diamond, my mother!
I could not count the cost
of all your faces, your moods-
that present that I lost.
Sweet girl, my deathbed,
my jewel-fingered lady,
your portrait flickered all night
by the bulbs of the tree.
Your face as calm as the moon
over a mannered sea,
presided at the family reunion,
the twelve grandchildren
you used to wear on your wrist,
a three-months-old baby,
a fat check you never wrote,
the red-haired toddler who danced the twist,
your ageing daughters, each one a wife,
each one talking to the family cook,
each one avoiding your portrait,
each one aping your life.
Later, after the party,
after the house went to bed,
I sat up drinking the Christmas brandy,
watching your picture,
letting the tree move in and out of focus.
The bulbs vibrated.
They were a halo over your forehead.
Then they were a beehive,
blue, yellow, green, red;
each with its own juice, each hot and alive
stinging your face. But you did not move.
I continued to watch, forcing myself,
waiting, inexhaustible, thirty-five.
I wanted your eyes, like the shadows
of two small birds, to change.
But they did not age.
The smile that gathered me in, all wit,
all charm, was invincible.
Hour after hour I looked at your face
but I could not pull the roots out of it.
Then I watched how the sun hit your red sweater, your withered neck,
your badly painted flesh-pink skin.
You who led me by the nose, I saw you as you were.
Then I thought of your body
as one thinks of murder-
Then I said Mary-
Mary, Mary, forgive me
and then I touched a present for the child,
the last I bred before your death;
and then I touched my breast
and then I touched the floor
and then my breast again as if,
somehow, it were one of yours
πίνακας: The Nativity — William Blake
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...