Να, μαζευτήκαμε εδώ να καλωσορίσουμε τον Άγγελο κι εσείς με τα φτερά κι εμείς οι ξεπουπουλιασμένοι -τ’ αγέρι τούτο που φυσά πόθεν προέρχεται; -μην είναι από πέρα; -ή κείνο το παλιόσκυλο με τα μυτερά αυτιά ξανά βαριανασαίνει; να, ήδη γεμίσαμε κρασί και πάτους και βαρέλια μα οι κούπες όλες θρύψαλα κι ήρθε κι αυτός με το λιανό κορμάκι του και ζήτησε μιαν κούπα -κι άμα δεν έχετε, μια κούπα από τη στάχτη μου να φτιάξετε συντρόφοι σαν θα γεμίζει με κρασί μπορεί να ξαναζήσω!*
Ο Άγγελος πέρα μάς αγνάντευε κι είτε φτερούγιζε είτε αεριζόταν ο ζηλιάρης._
Το χιόνι στα όνειρα είναι πιο κρύο,
ακόμη κι απ’ το ωχρό
υγράνθεμο του Πλόβντιβ,
ξερό όπως ενδημούσε στο αγιάζι της Αϊπόβρυσης,
απελπισμένο,
αναρριχητικά στον οπλοβαστό/
Μαζί μας κουβαλάμε τα χιόνια μας,
ως εκεί που πια δεν θα ορίζουμε
κανένα από τα αυτόβουλα ταξίδια που μας συμβαίνουν/
και θα είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου,
αυτή η κραυγή,
-που ακολουθεί τη διαδοχή των χειρισμών στη νεύση του βαρκάρη-
να σιγήσει επιτέλους,
βουλιάζοντας στο χιόνι μας,
σαν ένα εγκαταλειμμένο γεώμηλο/
Εκεί θα σιγοκαίει μαζί με την πρώτη μας αγάπη,
διαθέσιμο για όποιον το ποθήσει,
το μεταξένιο πουλί που θροΐζει με το ράμφος του τα ποιήματα,
ή ας το πούμε κι έτσι,
των αγγέλων το αστρικό υφάδι,
στης πεζής ζωής μας το στημόνι/
ΚΛ – 19/10/2017
photo: Brooklyn Gang by Bruce Davidson, 1959
στη σύλληψη της ποίησης εν στάσει/
στην αφή των στίχων με τα δάχτυλα/
η αιώνια έκταση,
συμπιέζει την αδιάστατη στιγμή,
με μικρές αποδραστικές αυταπάτες/
το σάλιο της,
διώρυγα
τεντωμένων κλαδιών προς τα νέφη,
κι όμως τα χαμηλά σπαρτά
αντηχούν την ηδονή
των κορμιών που φιλοξένησαν/
την προηγούμενη κρύα νύχτα/
ίσως και μερικά σημεία
φωτιάς,
που σιγοκαίνε ακόμη στις ρίζες/
νεαροί δεντρικοί δορυφόροι να φυτρώνουν ανάποδα,
μια αντιστροφή κοινωνιολογίας του πλήθους,
εν τω γεννάσθαι/
photo: Margaret Bourke-White (American, 1904-1971) At the Time of the Louisville Flood 1937
Gelatin silver print
George Eastman Museum
στο πρόσωπο ένα ξυράφι/
στο στήθος οι τριβές/
και όπως ντύνεται ένα ποίημα – από την απέχθεια για τον άνθρωπο –
με δέρμα ανθρώπου/
κι ο χρόνος μας δέρνει ως να καταλήξουμε,
αυτό ρωτάω:
πού θα κατέληγες
αν είχα τα μάτια σου
όταν σε έπινα;
Είσαι η ίδια;
Έντρομη συνενοχή
στους ναούς των αστέγων,
ή ξινή αντιμετάθεση
στης ζωής τα δόντια;
Εδώ που τερματίσαμε,
ποντικάκια σε πρόβα λεόντων,
ότι μας συμβαίνει είναι δανεικό
(ή δανεισμένο)
Κι αν ο ήλιος ανάβει ή σβήνει σαν χαλασμένη ασφάλεια/
σταθερά/
επειδή εμείς έχουμε σπίτια/
κλειστά – ανοιχτά
τα χαμόγελά τους παραμένουν πεθαμένα/
Στο στομάχι αντιόξινα
να φύγει η αηδία/
Τα Εξάρχεια
πεθαμένα κι αυτά/
κόκκινη πάπρικα τους εξαΰλωσε ενέσιμους στα πολυβολεία,
και τα λεπτά χαμόγελα που ήταν σφιχτά σαν όστρακα,
δίχως δόντια,
έπεσαν με τον βοριά/
Και που εράσθηκαν,
στο κομμένο χόρτο συναυτουργοί,
ξεχάστηκε γρήγορα,
το εφηβικό τους λάσο,
ανίερες δαμάλες που αιωρούνταν στον οίστρο τους,
απ’ του φαλλού τους τον κρίκο,
οι καμμένοι τους βόστρυχοι/
όμως όσα ήταν να φέρουν,
έφεραν/
τρίμματα γέλιου και ηδονών
αλλά ως εκεί/
Αυτονόητα
-παρότι νωρίς-
η ψυχή τους απήχθη
απ’ τον ανήκεστο χρόνο,
ολοκληρώνοντας.
Ποιος τον χρειάζεται τον φλύαρο έρωτα και το έκπαγλο κάλλος;
Μονάχα η μάνα τους,
στρώνει και ξεστρώνει ακόμη τα σκεπάσματα/
και ξεφορτώνει κάθε πρωί,
τις πέτρες απ’ τα μαξιλάρια.
photo: Polixeni Papapetrou Three young men paying homage to Elvis on the 13th anniversary of Elvis’ death, Elvis Memorial Melbourne
1990
Selenium toned gelatin silver photograph
40.7 x 40.7 cm
Courtesy of the artist and Nellie Castan Gallery, Melbourne and Stills Gallery, Sydney