Σαν νύχτωνε τα Σάββατα,
έσερνε ένα χάχανο,
δροσερό σαν αφόρετο παπούτσι,
καθώς τα φτερά της έτριζαν στην αύρα,
κι από το δρόμο ένας αχός,
άνθρωποι και κένταυροι συγκρούονταν τυχαίως,
το ποδοβολητό από τις οπλές τους,
και τα ελεεινά ερίφια από τις παρακείμενες στρούγκες,
αιωνίως διψασμένα.
Η φωτεινή μέρα που κατέληγε
μες στην στενή θαλάμη,
ενώ στην κουζίνα τα χνούδια σβούριζαν,
λες κι ήμασταν κάνας αγρός πρωτομαγιά.
Τηγάνια και τυριά καμένα και
μια σεληνιακή αιθάλη,
πικρή σαν αψύ αμύγδαλο,
και το θρασύ ελαιόλαδο
που άναβε στο στήθος της,
σαπωνοποιημένο.
Εκεί που χα δαγκώσει,
ξεφύτρωνε χρυσίζον,
ντροπαλά,
το πλέον νόστιμόν μου ήμαρ .
Απαλά μεγαλώνω, πάνε χρόνια
στο πρώτο μου καλοκαίρι
στο Πεύκο, στο Λουτρόπυργο, στην Κινέττα ή στο Γερμενό,
στα Παλαιοκούντουρα,
όπου αιωρείται η άμμος στην φωλιά με τα αρθρόποδα,
στο γηροκομείο,
η εξωτική Αγία σταυρώνει παρθένους,
τα τζιτζίκια ερίζουν
των κρεβατιών τα γαλάζια σάρωθρα,
που έγιναν ία των ματιών για τη μικρή βροχή,
ένα χέρι που γυρίζεις όταν καίγεσαι,
ή όταν σ’ αρπάζει το δηκτικό
κεντρί,
ανασαίνεις,
την παιδική σου εισπνοή έτσι σεμνός
που ντρέπεσαι να ζεις, καθώς καίγεται
τη νύχτα το φιδάκι
εκείνοι,
από τότε προβάρουν ένα νεκρό εαυτό,
στους όρμους με τα βαρκάκια
όπου απ’ τις σπηλιές,
ξεδιπλώνονται σκιές που μυρίζουν
δεν το ξέρουν πως χρόνια μετά,
θα λείπουν έτσι δίχως σώμα/
απ’ της ζωής το κρασί.
photo:Pine trees – aluminium g-print, K.Loukopoulos 2014
Για τον άνθρωπο/
ότι συνάγεται απ’ την εμπειρία του/
-δηλαδή μια φαινόμενη πρόσληψη ορατών τε πάντων και αοράτων-
είναι ένας κόσμος γυαλιστερός και πεντακάθαρος/
(όπως όταν φοράμε για πρώτη φορά/
τα σωστά γυαλιά)
άπειρος διαστάσεων και πολυπλοκότητας/
Αντιθέτως η άρνηση του εμπειρικού σύμπαντος
-η διαπίστωση της απουσίας του-
είναι μια θάλασσα εν βρασμώ τυφλότητας/
ερεβώδης και πηχτή/
ένα στρογγυλό μηδενικό δίχως παρακλάδια/
ένα κενό, ένα τίποτα/
Μεταξύ του λαμπερού απείρου και του ευτελισμένου μηδενός/
στερεοποιούνται οι αισθήσεις κατά φθίνουσα τάξη/
ώστε ανάμεσα στην πραγματικότητα/
και στην άρνησή της/
να μεσολαβεί/
ένα αδιάκοπο συνεχές, εκφυλιζόμενης εμπειρίας/
Οι διαφορές τους, ποιοτικές και πεπερασμένες/
-αν και λογίζονται απειράριθμες στον κορμό της συνείδησης-
διακρίνουν τους εαυτούς σε δικούς και ξένους/
σε θεϊκά πανέμορφους/
και σατανικά κακάσχημους/
(Δες εμένα, που ερωτεύομαι εσένα, που δεν ερωτεύεσαι κανέναν)
κι έτσι πάει μια σκάλα εμπειρίας και συναίσθησης/
με έρωτες και βάσανα/
κι αγώνες ζευγαρώματος/
που μας φέρνει ως την κερκόπορτα της ύπαρξης/
Εκεί κατάκοποι/
αλλά μόνοι, καταλήγοντας/
αγωνιζόμαστε για λίγο να κατανοήσουμε και το τέλος/
πριν συμβεί/
Όμως αυτό το τέλος, είναι στην πράξη ένα τέλος των αισθήσεων/
Και το τι έρχεται μετά/
δεν προορίζεται να κατανοηθεί/