Και ενώ μόνη κατάμονη στο νάρθηκα,
ουδείς να βαραίνει την τροχιά της με δανεικό αέρα,
και τα ανθισμένα χρυσάνθεμα να φουσκώνουν στα όρια
μες στη θήκη/
άνοιξε μια εγκοπή ερυθρά,
εγκάρσια στο μπούτι της σαν στόμα φονιά,
και ο χυμός κατήλθε,
πυκνόρρευστος εντός της/
απόγνωση ήταν κι όχι ηδονή,
κι ας έτσουζε,
έπειτα από το βαθύ ουρανό που ηγήθηκε των θυσάνων,
μικρές στιγμές πείνας γούβωσαν την κοιλιά της/
μια περίοδος κλαυθηρμών εν είδει αμετάκλητου θανάτου,
και όλο το φως αποτραβήχτηκε στην εσοχή της νύχτας,
κίτρινα φτερά θρόιζαν στα μάνταλα,
(ανήκαν που;)
αλλά για παράδοση ούτε λόγος/
ήρθε κι ο μαύρος κώνος του Χάροντα και σβούρισε,
με την κορφή γερμένη τέσσερα λεπτά,
και στάθηκε αντίστροφα στην αμόλυντη πορφύρα,
κι όλα τα εξαπτέρυγα υφαντόπλεχτα,
σιώπησαν το βόμβο τους/
-Που να εγκολπωθεί τα θεία;
-που να εγκολπωθεί λέω;
φώναξε ο δεσπότης,
-Στην Αγία Τράπεζα,
είπαν όλοι κατουρημένοι,
-παρότι γυναίκα και μες στα έμμηνα-
και σταυροκοπήθηκαν με μιας…
photo: Manuel Álvarez Bravo
El umbral / The Threshold
1947
Gelatin silver print