Στα όνειρα μου φυτεύεις σπίθα κερί
εκατέρωθεν
δύο μουλάρια σταχτιά σα δροσερή βρύση,
πιο όμορφα από άλογα,
κοιτούν ευλαβικά τις οπλές με αμηχανία,
κάθε νύχτα του νεκρού καλοκαιριού,
(ένα καλοκαίρι βυθισμένο)
με βαρκάκια στο μουράγιο,
και μπύρες κι αεράκι
με μπλουζάκια στα ζεστά μπράτσα
και υδρατμούς και χάχανα
το κορμί σου είναι η εικόνα
το κορμί σου φέρω
αίμα – σίδερο
όταν το περπατώ
φτάνω στη θάλασσα κι είναι ακόμη νύχτα
και το νερό μέσα μου κρύο,
πηχτή πικρή σταγόνα,
στα πεύκα ξεραίνονται νωπές φλοίδες ασβέστη
και δεν υπάρχει φεγγάρι
και δεν υπάρχει ψυχή
μόνο μια τρύπα από καρφίτσα
γαλάζιο άστρο
έπειτα μπαίνει ο ήλιος στο θάλαμο
κι όλες οι πολαρόιντ παίρνουν φως
-άμα τη γενέσει τους-
κι ανοίγει το λευκό θάμπος του ο χειμώνας..