Σταχινά ΙΙ

Σαν σίγασε και το τελευταίο κλαρίνο κι άρχισαν οι γυναίκες να μαζεύουν τα τραπέζια, μια γλυκιά ευωδιά από νυχτολούλουδα κατέβηκε από την πλαγιά σαν μια σταγόνα ρετσίνι, ενώ φωσφόριζαν τα βράχια στο φως του φεγγαριού κι οι βερβερίτσες ξεμυτούσαν δειλά από τα λαγούμια τους. Γλυκιά νύχτα γεμάτη χορό, γεμάτη γλέντι, και θόρυβο και κρασί, το πρώτο πανηγύρι της Αγιάς Σοφιάς, μετά την απελευθέρωση. Δίχως σκοτωμούς, δίχως αίμα, δίχως ορφάνια, δίχως μίσος. Βάλσαμο κι η σιωπή, που διαδέχτηκε το σαματά, που τη μαχαίρωναν που και που, οι κοφτοί ήχοι από τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα, απλωνόταν σ’ όλο το χωριό, περιρρέουσα της γλυκιάς κούρασης και σαν επισφράγισμα της σύντομης μα ισχυρής πληρότητας που έφερνε το ξεφάντωμα. Οι δώδεκα Ελασίτες, σε άδεια από το τάγμα τους, ντυμένοι πολιτικά για πρώτη φορά μετά από 40 μήνες, με απλές σκελέες, παντελόνια και τρίχινες κάπες, ξυλοπάπουτσα, όπως ήταν μαζεμένοι όλοι τους στην πλαγιά, κάθονταν στα τραπέζια της σιταποθήκης για να χουν το νου τους στον οπλισμό , και κάπνιζαν αγρινιώτικα στριφτά ή έγλυφαν υπολείμματα από την λακέρδα με το τσίπουρο, ή αγνάντευαν στα τυφλά προς ανατολάς, λίγο το σκοτάδι και λίγο τα γυναικεία μπράτσα που συμμάζευαν. Ακριβώς τη στιγμή που ακούστηκε το μπουμπουνητό, – κι ενώ είχε ήδη αστράψει η λάμψη από τα Σταχινά- ένας όλμος 60,81, με γόμωση διασποράς, κατασκευής ΠΥΡΚΑΛ, τους λιάνισε απαξάπαντες προτού να ανοιγοκλείσουν καν τα βλέφαρα, ενώ το κλάμα της κουκουβάγιας έφτανε ούτως ή άλλως στο τέρμα του, μια από τις παρακόρες του Αντωνόπουλου, κυλιόταν κάτω από τους πάγκους με τα ψητά αρνιά, κι έγδερνε την παλάμη της σε κάτι κόκκαλα πεταμένα, και το κρασί χυνόταν από τις πήλινες στάμνες σε πίδακες, σαν φρέσκο αίμα. 55 χρόνια μετά, ξανά στο πανηγύρι της Αγίας Σοφίας, το χωριό ολόκληρο, Αθηναίοι, Θεσσαλονικείς μα και Αμερικανοί ξενιτεμένοι χωριανοί, με παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, πατριώτες που είχαν περήφανα γραμμένη την ιστορία του τόπου τους στα ίδια τους τα κόκκαλα, περίμεναν απ’ έξω από την εκκλησία αμίλητοι, να ανάψει η αστραπή στην πλαγιά και να φανερωθούν οι δώδεκα αντάρτες, πιστοί στο ετήσιο ραντεβού, συνεχίζοντας να καπνίζουν αμέριμνοι, ντυμένοι σαν τους Δώδεκα Αποστόλους, με μάτια σαν των ελαφιών ή των χρονιάρικων αμνών, την ώρα που ο παππάς θα ξεστόμιζε το Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων Ημών, μα δίχως Ιησού να ηγείται της Τραπέζης. Έπειτα ένας ένας θα εισέρχονταν στο ναό και θα άναβαν από ένα κεράκι στη μνήμη τους.

φωτογραφία: Επιμελητεία του Αντάρτη (Ε.Τ.Α) – Σπύρος Μελετζής – 1947

 

2 σκέψεις σχετικά με το “Σταχινά ΙΙ

Σχολιάστε