Επιλεγμένα

ΓΕΝΟΣΗΜΑ – ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ, ΟΙ ΟΦΕΙΛΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΩΓΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ – σχόλιο επί της συλλογής ΓΕΝΟΣΗΜΑ (εκδόσεις ΑΩ, 2021)

ΓΕΝΟΣΗΜΑ – ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ, ΟΙ ΟΦΕΙΛΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΩΓΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ – σχόλιο επί της συλλογής ΓΕΝΟΣΗΜΑ (εκδόσεις ΑΩ, 2021)
Τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ είναι μια συλλογή με πολλές υφολογικές ομοιότητες με προηγούμενες ομάδες κειμένων μου (Κείμενα για την Αφαλάτωση, Δεκαεπτά μικροκείμενα για τον Walt Whitman και – ίσως, εν μέρει – Εγκιβωτισμοί) που είχαν δημοσιευτεί στο μπλογκ μου, σε διαδικτυακούς ιστότοπους, σε περιοδικές ανθολογίες, καθώς και στο πρώτο μου βιβλίο με πεζά στις Πόλεις το Χειμώνα (Έναστρον 2018). Θεώρησα ότι από αυτά τα κείμενα προέκυπτε – μορφολογικά – ένα μονοπάτι που άξιζε να ακολουθήσω, το οποίο όφειλε να αντισταθεί στην ψυχρότητα του δοκιμιακού λόγου, που σε ορισμένα κείμενά μου υπερτερούσε, όφειλε επίσης να διατηρήσει ή και να ενισχύσει την ποιητική συνιστώσα (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα). Τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ άρχισαν να γράφονται σε μια περίοδο όπου η δεκαετής – σχεδόν – κρίση της ελληνικής κοινωνίας είχε πλέον οδηγήσει σε μια αλληλουχία κοινωνικών συνειρμών η οποία δεν περιείχε τον άνθρωπο ως ενεργή συνιστώσα αλλά ως υποκατάστατο. Αυτή η αλληλουχία – εν μέρει – με οδήγησε στον τίτλο της συλλογής. Έχοντας στο ίδιο διάστημα αντίστοιχες διαυγείς προσωπικές προσλαμβάνουσες από χώρες της κεντρικής Ευρώπης και κυρίως το Βέλγιο, διαπίστωσα πως έχουμε περάσει σε μια περίοδο παγκοσμιοποίησης, όπου το αστικό κράτος υπόσχεται – πλέον – αδιακρίτως σε όλους τους πολίτες του μια καθαρότητα θεσμών και προνομίων με τρόπο ανάλογο με εκείνο που ένα Γενόσημο φάρμακο υπόσχεται ότι θα διαμοιράσει τη δραστική του ουσία: δημοκρατικά, με μικρό κόστος και προς πάσα κατεύθυνση. Αυτή η Νέα Κανονικότητα, που θυμίζει εν πολλοίς την ατμόσφαιρα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ορίζει επίσης μια γενόσημη «καθαρότητα» στις σχέσεις του πολίτη με το κράτος, η οποία – ανεξαρτήτως προθέσεων βέβαια – καταλήγει στην όξυνση των αντιθέσεων παρά στην εξομάλυνση· μια καθαρότητα πιο καθαρή για τους “καθαρούς” (αλλά πολύ πιο βρώμικη για τους “βρώμικους”).
Αυτό είναι περίπου το συνειδησιακό αλλά και το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι μέσα στο οποίο ωριμάζουν και αναπτύσσονται τα Γενόσημα καθώς η πίκρα της ύπαρξης απέναντι στη συνειδητοποίηση της φθοράς, η απόλυτη μοναξιά και η τραγικότητά της, η απελπισία των κορμιών εντός ενός δοθέντος και αμετάκλητου περιβλήματος, η αγάπη προς την ετερότητα και – κυρίως – η αποστροφή προς την επεμβατική «γλυπτική» των Δομών (πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και άλλων) στους ανθρώπους, στην ιστορία, στη φύση, στην ίδια τη ζωή, μνημονεύονται εκεί με διάφορους τρόπους.
Τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ οφείλουν επίσης τη γραμματολογική και -εν μέρει- την οντολογική τους υπόσταση στη Φιλοσοφία της Γλώσσας και αποτίνουν φόρο τιμής στον θεμελιωτή της, Λούντβιχ Βίτγκενστάιν (Ludwig Wittgenstein) και στο εμβληματικό έργο του Tractatus Logico-Philosophicus, καθώς η αισθητική αρχή της συλλογής (μα και γενικότερα της ποίησης που επιχειρώ) συμπίπτει με την κατακλείδα του: Για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς θα πρέπει να σωπαίνει. Η αρίθμηση κατά δεκάδες στα δεξιά του κορμού του κειμένου, έχει γίνει – παρόλα αυτά – απλά για λόγους τεκμηρίωσης και δεν ενέχει την ισχύ της αρίθμησης των προτασιακών διατυπώσεων του Tractatus.
Το βιβλίο οφείλει επίσης πολλά στην εικαστική και ποιητική ιδιοφυία του Αύγουστου Ζάντερ (August Sander), φωτογράφου, εκφραστή της Νέας Αντικειμενικότητας στην φωτογραφική τέχνη. Στη φωτογραφία του με τίτλο Νεαρή Μητέρα Μεσαίας τάξης, ένας κατάξανθος άρειος γόνος κι ένας κατάμαυρος σκύλος ράτσας συνυπάρχουν εκατέρωθεν της Μητέρας σε ένα λιβάδι στην εξοχή. Ξεφυλλίζοντας τον κατάλογο μιας φωτογραφικής έκθεσης που είχα επισκεφτεί στη Ζυρίχη πριν μερικά χρόνια, και η οποία συνδύαζε τον Αύγουστο Ζάντερ με το ελαφρώς μεταμοντέρνο του ανάλογο, την Νταϊάν Άρμπους (Diane Arbus) και πέφτοντας πάνω σε αυτή τη φωτογραφία, μου έγινε σαφές ότι δεν θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερη εικόνα για να γίνει εξώφυλλο των ΓΕΝΟΣΗΜΩΝ. Σχεδόν ταυτόχρονα με τον τίτλο λοιπόν προέκυψε και το εξώφυλλο του βιβλίου.
Έχει ενδιαφέρον, για όσους αναζητούν περιεχόμενο στην επιλογή των αριθμών, η παρατήρηση ότι το σύνολο των στροφών και των ολοτήτων, οι αριθμοί 278 και 49 αντίστοιχα, είναι και οι δυο ημι-πρώτοι αριθμοί, δηλαδή οι φυσικοί διαιρέτες τους, πλην της μονάδας, είναι δυο πρώτοι. Ο 278 είναι γινόμενο των πρώτων 2 και 139, ενώ ο 49 είναι γινόμενο του 7 επί το 7. Και ο 139 και ο 49 είναι και οι δύο πρώτοι και ευτυχείς αριθμοί, καθώς προσθέτοντας το άθροισμα των τετραγώνων των ψηφίων τους και επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία εξαντλητικά καταλήγουμε στη ΜΟΝΑΔΑ. Όλα αυτά είναι μια ευτυχής συγκυρία, ένα παράξενο συμπαντικό ενσταντανέ, καθώς από ένα σφάλμα της σελιδοποίησης, παραλείφθηκαν μερικές στροφές, η ολότητα με τίτλο Spleen – Ο σπλήνας του Πηλίου* (την οποία παραθέτω για λόγους τεκμηρίωσης μετά το τέλος του αυτοσχόλιου) με αποτέλεσμα να καταλήξουμε στους συγκεκριμένους αριθμούς. Δεν υπήρξε λοιπόν πρόθεση παρά μια ανάγκη για ερμηνεία. Θεωρώ καλοδεχούμενο το όλον. Έτσι προχωράει η επιστημονική σκέψη άλλωστε. Για την ποίηση ας πουν οι αναγνώστες.
Τέλος, ενώ αναγνωρίζω τις ομοιότητες που παραπέμπουν στις Φωνές του Αντόνιο Πόρτσια, ενώ, είχα – γράφοντας – ομολογώ κατά νου τη θαυμαστή Συνηγορία Ποιήσεως (Κίχλη, 2015) του Μάρκου Μέσκου κι έχοντας μιλήσει με αναγνώστες, με ποιητές και κριτικούς που τους αρέσει να απομονώνουν τις στροφές και να τις αντιμετωπίζουν ως αποφθέγματα, αφορισμούς, επιγράμματα, σπαράγματα ή μικροποιήματα ανεξάρτητα από την ακολουθία μέσα στην οποία παρουσιάζονται, ο ίδιος αντιλαμβάνομαι περισσότερο τα Γενόσημα ως 49 ποιητικές ολότητες που αναδιατυπώνονται -καθώς διατυπώνονται- σε έναν αέναο διάλογο των τίτλων με τις στροφές τους για τις οποίες επιδίωξα να λειτουργήσουν – μετρικά και κατά συνέπεια, δραματουργικά – όπως οι στροφές στις Αρχαίες τραγωδίες όπου ο χορός, απαγγέλοντας τα χορικά, έστρεφε από τη μια μεριά της σκηνής προς στην άλλη ακριβώς μόλις ολοκλήρωνε μια στροφή. Μια πρώτη παρουσίαση των Γενοσήμων που έκανε η σκηνοθέτις και ποιήτρια Πελαγία Φυτοπούλου σε μια θεατρική δράση που οργάνωσε για το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, επιβεβαίωσε αυτή την επιλογή: κάθε ολότητα μπορεί να απαγγελθεί είτε ως θεατρικός μονόλογος είτε ως διάλογος. Αυτός ο δυισμός – του εγκιβωτισμένου ατομικού εντός του συλλογικού – επεδίωξα να διαχέεται σε ολόκληρο το βιβλίο. Ή ακριβέστερα – και για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα από τον χώρο της Φυσικής – μπορεί κανείς να πει ότι κάθε μια από αυτές τις 278 στροφές ανήκει ταυτόχρονα στην ολότητά της, στον τίτλο της καθώς και στο σύνολο της συλλογής με τρόπο ανάλογο με τον οποίο τα ελεύθερα ηλεκτρόνια ενός μεταλλικού αγωγού (ηλεκτρόνια σθένους που έχουν χαλαρούς δεσμούς με τους πυρήνες τους) ανήκουν ταυτόχρονα όχι μόνο στο δικό τους άτομο μα και σε ολόκληρο τον αγωγό συνολικά. Απαιτείται ένα βολτάζ, μια τάση, μια μπαταρία στα άκρα του αγωγού και κάθε ένα από τα ελεύθερα ηλεκτρόνια αρχίζει ένα προσανατολισμένο ταξίδι μες στο μέταλλο που – ανάλογα με την μπαταρία του καθενός – κάποιοι θα το προσλάβουν απλώς ως ένα ηλεκτρικό ρεύμα ικανό να ανάψει ίσα ίσα – στη διάρκεια ενός σχολικού πειράματος – ένα ευτελές λαμπάκι, ενώ κάποιοι άλλοι θα διακρίνουν στο ταξίδι αυτό, επίμονο, επώδυνο και απελευθερωτικό, της ποίησης το πρόταγμα._
(κείμενο που γράφτηκε για την παρουσίαση της συλλογής στο καφέ του Νομισματικού Μουσείου της Αθήνας στις 20 Οκτωβρίου του 2021)
Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος
Ακολουθεί η ολότητα Spleen:
*SPLEEN

Ολόφυτη η Πορταριά με καστανιές που θρύβονταν και σκορπούσανε τα φύλλα τους με τον βοριά. Λες και φτυάριζε το βουνό τα σπλάχνα του. Αμέσως σκέφτηκα: ο σπλήνας του Πηλίου.

ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Τα οστά των ζώων που βρέχονταν από τη θάλασσα, εστίες με νερό γλυφό, κοιλότητες των δρόμων. Μια σιωπηλή συνθήκη του ηχηρού λευκού. Ένας γάμος κι ένα μνημόσυνο μαζί· της πρόθεσης με την απελπισία.

ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ

Των φιλιών η ζάχαρη γρήγορα κρυσταλλώνει καθώς συλλέγει όγκο από όμορα γλυκίσματα· τρίχες, κλωστές, φλοίδες, ένα χαρτάκι που μύριζε εσένα. Πώς τό ‘χες έτσι τσαλακώσει…


ΒΕΡΓΕΣ

Νύχτα, θα λέω ένα κορμί κι από τις βέργες του απλούστερο, όπου θα λείπει το κρέας, τα μαλλιά, τα μάτια. Καθώς την ύλη ασώματος νυμφεύομαι, σύρω μια πέτρα κι όλες τις βέργες μου τσακίζω. Άστες να κλαίνε, μοναχές, στο στρώμα σαστισμένες· αυτές θα γίνουν με τα χρόνια οι αντηρίδες σου.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑ

Το πρόσωπο που άφησα υπάρχει ερήμην μου, όπως υπάρχει ένας καρπός που από το δέντρο του αποκόπτεται. Έρημος και βουβός, γεμάτος απ’ τη μνήμη του ξύλου.

ΤΟ ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ

Πέρασα αργότερα κι ήθελα να το επανακτήσω. Κι ας ήταν όλο λάσπες, με μια κρούστα μύκητες στο χρώμα των ματιών.
-Μην το ζυγίζετε, δεν είναι ανάγκη. Τι βάρος νά ’χει ετούτο εδώ το περιτύλιγμα; Όσο ένας Αύγουστος στη μπούκα του Χειμώνα.

Νοέμβρης του 2019 – Louvain la Neuve – Βέλγιο

Πρώτη δημοσίευση στο λογοτεχνικό περιοδικό ΚΑΡΥΟΘΡΑΥΣΤΙΣ – τεύχος 10/11
– Απρίλιος του 2022 –

Δεύτερη δημοσίευση στο ένθετο για τον πολιτισμό της ιστορικής εφημερίδας της ομογένειας, ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, στις 07/05/2022.

Επιλεγμένα

ένας μανδύας φωτός

ένας μανδύας φωτός

Δεν γέρνουν πάντοτε οι λέξεις

προς την επιθυμητή απλότητα

κι ένα παραδείσιο πουλί γεμάτο τρίλιες

ύπουλα τσιμπολογά

τον καθαρό αχό μιας ταπεινής σταγόνας

που όλο πασχίζει να διατυπωθεί

καθόσον πρήζεται·

εκεί

μες στους υπόηχους

θάλλει

το σιωπηλό νερό της ποίησης 

κι ένας ολόκληρος Μπεν Χουρ

σινεμασκόπ

και με τρισδιάστατο ήχο

κατακρημνίζεται

μέσα σε κάποια ασπρόμαυρη

Πηγή των Παρθένων

σαν μια πολύχρωμη έκρηξη

που εσωρήγνυται στην τέφρα της·

η τέφρα είναι που μένει·

εμείς, μοιραία,

ως να κατακτηθεί

ετούτη η απλότητα,

θα συνεχίζουμε να ουρλιάζουμε

πολύχρωμα κι απεγνωσμένα·

η ποίηση δεν είναι μόνο ένας μανδύας φωτός·

είναι το κρέας μας._

22/06/2019

photo: Ken Heyman (American, 1930-2019)
Willie
1962
Gelatin silver print
Museum of the City of New York
Gift of Joy of Giving Something, Inc.,
Courtesy of the Estate of Ken Heyman

ο απόλυτος δρόμος

Ακόμη κι η απλή ζωή μαζί σου είναι ένα πανηγύρι βεγγαλικών: χιλιάδες ρουκέτες εκτοξεύονται με κάθε πρωινό ξύπνημα. Κι ενώ ζούμε ξανά και ξανά μιαν αδιάκοπη βαρετή επανάληψη της κάθε μέρας, η ενοχική απόλαυση της παραβατικότητας φουσκώνει και κορώνει σαν μια μεταφυσική ιδέα που εξηγεί από τον πάγκο το νόημα των γηρατειών όπως και την αντίληψη του χρόνου ως ζεστού ρευστού που σταφιδιάζει το δέρμα λόγω υψηλής θερμοκρασίας. Ταυτόχρονα η συνείδηση αλείφεται στην ύπαρξη ώστε να μοιάζει σχεδόν αδιανόητη μια ύπαρξη δίχως συνείδηση. Έτσι ακυρώνεται εν τοις πράγμασι ο ίδιος ο φόβος του θανάτου. Λέμε καλημέρα. Έπειτα χαμηλώνεις την ανάσα σου και την ταιριάζεις στην δική μου, μέσα έξω σαν ένα έμβολο που επιβραδύνει ελάχιστα κατά την είσοδό του στο λιπαντικό. Μένουμε εκεί κι αναπνέουμε αντάμα κι ο χρονισμός μας παράγει μιαν αυτοτέλεια και μία σιγουριά: της αλήθειας μας πού επικυριαρχεί πάνω στο παγκόσμιο, αέναο κι άχρονο ψεύδος. Κι είναι τούτο αρκετό για να εξασφαλίσει πώς τα πάντα θα συντηρούνται μέσα σε μία συνθήκη αειφορίας και στιβαρής βεβαιότητας όμως- εν τέλει- επίσης μία συνθήκη από το ίδιο υλικό που παρήγαγε κινήματα και τάσεις δίπλα στον φασισμό• καθώς η απόλυτη πεποίθηση του δικαίου συμπίπτει συχνά με το απόλυτο άδικο. Κι έτσι απόλυτα ερωτευμένοι αισθανόμαστε έτοιμοι για τους φόνους που σύντομα θα ακολουθήσουν.
ΚΛ – 16/08/2022 – σειρά Ενσταντανέ (d’après le film Décision de partir de Park – Chan wook)

painting: A. D. Colquhoun (Australian, 1894-1983)
Artist and sitter
c. 1938
Oil on canvas
122.0 × 94.0cm
National Gallery of Victoria, Melbourne
Felton Bequest, 1940
© Dr Quentin Noel Porter

θάνατος στη Βενετία

Οι γέφυρες ενώνουν κομμάτια αβαθούς απείρου και βιωμένης εμπειρίας. Βαθύ σκοτάδι και το όποιο φως είναι μόνο των άστρων. Νύχτα ασέληνος: το λέει το νερό που παφλάζει στις προβλήτες, το λεν οι τριχιές που ελλιμενίζουν τις γονδολες, το τραχύ τους δέρμα που τα μοτοσκάφη αφαλοκόβει. Το νερό που κοινωνεί τον θάνατο σαν μια συμπαντική μάσκα που σε πνίγει ενώ μυρίζεις λιωμένο κερί και ξεραμένες λαδομπογιές. Στους δρόμους οι σκιές μεγαλώνουν πάντα από το σώμα ενός νάνου που έχει στα πόδια του ριγμένο ένα πνιγμένο παιδί. Έπειτα η εικόνα αντιστρέφεται κι εκπέμπεται από μια βιντεοκασέτα της audio visual. Το βαπορέτο εκτελεί ένα δρομολόγιο φάντασμα από την Πιάτσα προς το Λίντο που καταλήγει πάντα στο κοιμητήριο. Ο Κουροσάβα είναι ζωντανός κι ενώ διαβάζει στον Ταρκόφσκι, αποσπάσματα από μια επιστολή του Βίνσεντ στον Πωλ Γκωγκέν, δακρύζει. Ο Αντρέι Αρσένιεβιτς ανεβασμένος σε μια σκάλα, σκεπάζει την κοπέλα που υπερίπταται με μια σμαραγδένια κουβέρτα από φύκια. Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ κρατάει την κόκκινη κάπα του νάνου δολοφόνου και το πρόσωπό του κινείται σαν πίνακας του Μπέικον. Άλλοτε γίνεται ο Ντερκ Μπόγκαρτ άλλοτε η Τζούλι Κρίστι ενώ το κορίτσι, που αρνείται να μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου θα χρειαστεί να μοιραστεί την αγάπη της, πνίγεται εξακολουθητικά και από αμέλεια, σ’ έναν νερόλακκο της αγγλικής υπαίθρου. Τρως ψητό μοσχάρι με πουρέ και πίνεις ένα δειλό ροζέ ημίγλυκο. Τα συνοδεύεις με γραβιέρα. Από εκεί προκύπτει κάθε κατοπινό γαστριμαργικό σου ένστικτο. Είσαι δεκαοκτώ χρονών κι όλοι οι πίνακες, σε κάθε παρεκκλήσι ψάλλουν ταυτόχρονα υπέρ υγείας που είναι ένας υποκριτικός ψαλμός αφού η Τζουντέκα ανεβοκατεβαίνει με την παλίρροια σαν μια απέραντη εκκλησία που τελετουργεί μόνο τις κηδείες. Το αηδιαστικό γκρι ανθρακί καρκινοειδές που σερβίρεται σε εκείνη την ψαροταβέρνα δεν είναι γαρίδα παρά μεταμφιεσμένο αρθρόποδο. Το δείπνο γίνεται ξόδι. Για μια ακόμη φορά γράφεις «Θάνατος στη Βενετία». Κι ας είναι η πρώτη. Χειμώνας του 1983, στο εστιατόριο «Βαλκάνια». Έξω μεγάλωνε η ζωή και σε περίμενε να τη χωρέσεις._
ΚΛ – 03/08/2022 – ενσταντανέ
*φωτογραφίες του 2011*

Κινηματογραφικές αναφορές:

Don’t look now (κυριαρχικά)
Dreams
Zerkalo
Wings of the dove
Death in Venice

βουδαπέστη

Στη γέφυρα των λεόντων ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο αρχίζει να ανυψώνεται ενώ από κάτω η πόλη μικραίνει μέσα στη σκόνη της• τα πλάνα μας είναι συνήθως επιζωγραφισμένοι ερωτιδείς πάνω σε ερυθρόμορφους κύλικες που η γραμμικότητά τους ορίζεται με εκ των υστέρων πινελιές, λες κι η ολοστρόγγυλη Κριστιάνια εξουδετερώνεται από το αιχμηρό Όσλο. Επομένως καταλήγουμε σε αυτό: των αντρόγυνων ο συνεκτικός ιστός είναι τα παιδιά τους κι ο ατέλειωτος χρόνος που μένει δίχως πέρας αλλά κι ανολοκλήρωτος σαν ένα τρένο συνεπές μα χαλασμένο. Στα βαγόνια του γίνεσαι ένα ακόμη στερεότυπο: η γυναίκα της προσμονής. Εγώ πάντοτε σε ψάχνω σε κάποια αντικρυστή αποβάθρα μα όταν με βλέπεις με αγνοείς μέχρι να χαθείς μέσα στα γένια μου όπως ένα παιδί που χάνεται μέσα στο δάσος με τους τρόμους του. Έτσι γερνάμε αγαπώντας το ποτό περισσότερο από την αφορμή του κι ο κόσμος μας βάφεται από τα λάθη του ή εκτελεί όλα τα εκστρατευτικά σώματα ή κάνει τα φέρετρα φαρέτρες. Αλλά δεν με νοιάζει. Όσο έχω γοφούς θα κάνω τον Έλβις πάνω απ’ τους τάφους τους.

photo: Budapest Nov 2010, Κ. Λουκόπουλος – gelatin silver print, 32×24 cm

στη φάτνη οι Θεάνθρωποι

Κάθε πεταμένη ημέρα μας
έχει βάρος πολλαπλάσιο της αξίας της
δίχως να ζυγίζεται ή τουλάχιστον να ογκομετράται•
η πλήρωση του χώρου
είναι ανάγκη απολλώνια
για αυτό στη φάτνη συντασσόμαστε
κι η πλάτη μας ζεσταίνεται από των ζώων
το ρουθούνισμα
μα, όσο κι αν τα πόδια μας πλάι στις οπλές τους παρατάσσουμε,
την αθωότητά τους αποφεύγουμε•
αδύνατον να αυτοχρισθούμε σαρκοβόροι
ενόσω μυρίζουμε
γάλα και χρυσάφι,
λιβάνι, σμύρνα και σκατά._

ΚΛ – 18/07/2022 – ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ

photo: Unidentified artist (American)
Butcher and his Son
about 1914
Gelatin silver print on card stock
Leonard A. Lauder Postcard Archive

παγωτατζίδικο

Άυπνος ήμουν τέσσερα βράδυα
μα στο δρόμο σαματάδες και ντέφια
αέρας που λέπταινε
κι οι νότες αργές κατέβαιναν
σα βιαστικοί ταξιθέτες
και στη διασταύρωση
έσερνε πρώτο τον χορό το απογευματινό παγωτατζίδικο με τους μαυροντυμένους σερβιτόρους
βάδιζαν εκείνοι ξυπόλητοι
και στη αποβάθρα της Λωζάνης άλλαζαν τρένο με μιαν αρκούδα που ανέβαινε τις σκάλες στον αυτόματο•
περίμενα ώσπου χάραξε στους μουσουλμανικούς φούρνους πίσω από τα μουσεία
έπειτα πήρα τη ζωή μου
– όχι λάθος –
και την τερμάτισα πριν γίνει παγωτό._
ΚΛ – 11/05/2022 – συλλογή ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ

photo: Tereza Zelenková (Czech, b. 1985)
The Unseen
2015
Gelatin silver print
Image: 100 x 125cm
Purchase funded by the Photographs Acquisition Group
© Tereza Zelenková

ράγες/αργές

ΡΑΓΕΣ/ ΑΡΓΕΣ

Ι

Στον προθάλαμο του γραφείου των κολχόζ

μια ορχήστρα έπαιζε

το βαλς των τρένων που ερωτεύτηκαν τις ράγες τους

κι οι εκτροχιασμοί ξυπνούσαν

τους νεκρούς των δρόμων

τις πομπές των αυτοκινήτων τα Σάββατα

-που πάντοτε μού θύμιζαν τη Νέα Ορλεάνη,

έπειτα από τους τυφώνες ή κατά το Μαρντί Γκρα-

κι εσένα που ζήλευες τους αυτόχειρες

επειδή έκλεψαν απ’ τον θάνατο

όσα ντρεπόσουν

να τού ζητήσεις.

ΙΙ

Στο πολιορκημένο Λένινγκραντ

οι άνθρωποι κρύβονταν στου ήλιου τις αυλές

με σακατεμένα πνευμόνια, δίχως δόντια/

μα ένα κορίτσι άυλο

σχεδόν αναιμικό

άλλαζε δίσκους της Μελοντιά σε μιαν αποτέκα·

κι όλο και χόρευε και ξαναχόρευε

με κάποιο φάντασμα ενός πρόσφατου νεκρού

καθώς η Ημιτελής του Σούμπερτ

απέθετε ένα περιλαίμιο αθωότητας

γύρω από τη λεωφόρο Πούσκιν·

έτσι πάντα η ζωή θα σε πηγαίνει στην εποχή της ωραιότητας

με απλωτές αργές

μα εσύ γενναίε μου θα αποζητάς το γρηγορότερο

να παίξεις με τις λάσπες·

χθόνιος και τυφλός από τα σπάργανα

άλλοτε Τειρεσίας

κι άλλοτε σκουλήκι.

ΚΛ – 11/09/2021 – συλλογή Κάτω Χώρες

photo: από την πολιορκία του Λένινγκραντ

How W. H. Auden Spends the Night in a Friend’s House: – Lydia Davis

ΠΩΣ Ο W. H. AUDEN ΠΕΡΝΑΕΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΥ:

Ο μόνος ξύπνιος, το σπίτι ήσυχο, οι δρόμοι σκοτεινοί, το κρύο να πιέζει τα σκεπάσματα, απρόθυμος να ενοχλήσει τους οικοδεσπότες του κι έτσι, αρχικώς, η εμβρυακή του συστροφή, η αναζήτησή του για μια ζεστή κοιλότητα εντός του στρώματος…

Έπειτα η κρυφή του εξόρμηση πάνω απ’ το πάτωμα ψάχνοντας μια καρέκλα να σκαρφαλώσει και η ασταθής του έκταση προς τις κουρτίνες, τις οποίες τις στρώνει πάνω από τα υπόλοιπα σκεπάσματα στο κρεβάτι του… Η ικανοποίησή του υπό το νέο βάρος που τον πιέζει προς τα κάτω, κατόπιν ο γαλήνιος ύπνος του…

Σε κάποια άλλη περίσταση αυτός ο άυπνος επισκέπτης, κρυώνοντας και πάλι και μη βρίσκοντας κουρτίνα στο δωμάτιό του, ξεμυτίζει και σηκώνει το χαλί τού χολ για τον ίδιο σκοπό, καμπυλώνοντας και ισιώνοντάς το στον υποφωτισμένο διάδρομο…Το βάρος του χαλιού που γίνεται ένα βαρύ χέρι πάνω του κι η σκόνη, που πνίγει τα ρουθούνια του, είναι ένα τίποτα μπροστά στο πως εκείνο το χαλί καταπνίγει την αβολεψιά του…

How W. H. Auden Spends the Night in a Friend’s House: – The Collected Stories of Lydia Davis – μετάφραση Κ. Χ. Λουκόπουλος

photo: Henri Cartier-Bresson (French, 1908-2004)
Boston, United States, 1947
USA. Massachusetts. Boston. 1947.
From Images à la Sauvette (Verve, 1952), p. 59-60
© Henri Cartier-Bresson / Magnum Photos

What she knew (1986) – Lydia Davis

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΚΕΙΝΗ ΗΞΕΡΕ

Ο κόσμος δεν ήξερε αυτό που εκείνη ήξερε, ότι δεν ήταν στα αλήθεια γυναίκα μα ένας άνδρας, συχνά ένας παχύσαρκος άνδρας, μα ακόμη συχνότερα, ίσως, ένας γέρος άντρας. Της ήταν δύσκολο να μιλήσει με έναν νέο άνδρα, για παράδειγμα, παρότι ο νέος άνδρας ενδιαφερόταν ξεκάθαρα για κείνη. Έπρεπε να αναρωτηθεί, Γιατί αυτός ο νέος άνδρας φλερτάρει με τούτον τον γέρο;

What she knew (1986) – The collected stories of Lydia Davis – μετάφραση Κ. Χ. Λουκόπουλος

photo: Judy Dater (American, b. 1941)
Imogen and Twinka at Yosemite
1974
Gelatin silver print
Image: 9 1/2 × 7 1/2 in.
Mount: 17 15/16 × 14 in.
Frame: 22 5/8 x 16 5/8 x 1 3/8 in.
The J. Paul Getty Museum, Los Angeles, Gift of Jack von Euw