Τις νύχτες, μ ένα θρόϊσμα,
περνάς από τον ύπνο μου βαστώντας/
τους τοίχους με τα χέρια στην έκταση/
τη μια αμίλητος/
με σβησμένα μάτια/
γνέφεις να κατεβούμε στο υπόγειο
να γυρίσουμε το λάδι/
την άλλη ακατάπαυστα/
-τη μία λέξη μες στην αλλη-
διηγείσαι το περιστατικό της Κορίνθου/ με το σαλεπιτζή και τα
μουχλιασμένα καρύδια/
ή τη βάρδια με τους λαθρέμπορους/
(χειμώνας που ταν/
και κρύωνες στην προβλήτα)
για αυτό όλο βήχεις/
οι μέδουσες του Ασπροπύργου γυρίζουν πλέοντας σε άσηπτους πλόες στο
μελαχρινό πετρέλαιο/
κι η μάνα σταθερά μας διακόπτει με επιμονή/
κοιταζόμαστε και γελάμε μαζί/
αλλά παύω πρώτος.
πάνε χρόνια που χες κόψει το τσιγάρο/
κι όταν σε χάνω σε αυτούς τους καπνούς/
είναι πάντα ή κουρνιαχτός ή αντάρα/
αλλά με υπόσταση/
βαραίνει στα λουλούδια μας και τα γέρνει/
σαν τη ζωή που από το χώμα έλκεται/
Και παλι βήχεις.
Δεν έχεις ορμήνειες μέσα απ’ τις σκιές/
μόνο ένα μαχαίρι αέρινο/
δίχως βάρος/
που τ’ αφήνεις στο μπάνιο, μια στιγμή όταν ξεχνιέμαι να κοιτάζω
τα αητόπουλα που σ ‘ ακολουθούν/
Το κρύβω στην τσέπη μου ενώ τα ταΐζω
και τ’ ανεμίζω επίμονα έκτοτε/
σε γιορτές κι αργίες/
Όλοι με περνάνε για τρελό
Ούτε μαχαίρι βλέπουν,
ούτε τίποτα που να αξίζει, να το καρφώσω.
φωτογραφίες: παραλία Ασπροπύργου – Σκαραμαγκάς, δεκαετία του 60
Reblogged στις To Koskino.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο